Η Χουλιέτα ζει με την κόρη της, Αντία. Και οι δύο υποφέρουν σιωπηλά για την απώλεια του άνδρα της Χουλιέτα και πατέρα της Αντία, μερικές φορές όμως η θλίψη δεν φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά – τους απομακρύνει ακόμη περισσότερο. Όταν η Αντία κλείσει τα 18, θα εγκαταλείψει την μητέρα της χωρίς καμία εξήγηση και η Χουλιέτα, έκπληκτη και συντετριμμένη, θα ξεκινήσει να την αναζητά με κάθε δυνατό τρόπο. Το μόνο που θα ανακαλύψει είναι το πόσο λίγο γνωρίζει την ίδια της την κόρη…
Πληροφορίες
Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ επιστρέφει με –τι άλλο;- μια υπέροχη, συγκινητική παθιασμένη ματιά στη ζωή μιας γυναίκας, που διεκδίκησε τον Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ Καννών και επιβεβαίωσε την θέση του δημιουργού ανάμεσα στους σπουδαιότερους σύγχρονους σκηνοθέτες.
Ένας οικείος και απολύτως αφοσιωμένος ύμνος στη γυναικεία φύση, από έναν σκηνοθέτη ο οποίος έχει αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της φιλμογραφίας του αποθεώνοντας τις θηλυκές υπάρξεις της ζωής και του μυαλού του, είναι η «Julieta» η ολοκαίνουργια, 20ή ταινία του Πέδρο Αλμοδόβαρ, που διεκδίκησε το φετινό Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες.
Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ μιλά για την «Julieta» του
«Η “Julieta” μιλά για την μάχη μιας μητέρας να επιβιώσει της φοβερής και ξαφνικής ασάφειας που περιβάλλει τη ζωή της. Μιλά επίσης για την μοίρα, για τις ενοχές και το ανείπωτο εκείνο μυστήριο που μας οδηγεί να εγκαταλείψουμε τους ανθρώπους που αγαπάμε, σβήνοντάς τους από τις ζωές μας σαν να μην σήμαιναν ποτέ τίποτα, σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Η “Julieta” έχει τις ρίζες της στην Άλις Μονρό. Από τότε που διάβασα το βιβλίο της με τίτλο “Runaway”, σκέφτηκα ότι ήθελα να μεταφέρω τρία από τα διηγήματά της στο σινεμά (“Chance”, “Soon” και “Silence”). Οι τρεις ιστορίες έχουν κοινή πρωταγωνίστρια, αλλά δεν συνδέονται μεταξύ τους με γραμμικό τρόπο. Είναι τρεις ανεξάρτητες ιστορίες, τις οποίες προσπάθησα να ενώσω, εφευρίσκοντας στην πορεία ό,τι ήταν απαραίτητο. Το βιβλίο κάνει μια σύντομη εμφάνιση και στο «Δέρμα που Κατοικώ» - είχα ήδη αρχίσει την μεταφορά του βιβλίου και το άφησα σε μια σκηνή ως μέρος του σκηνικού. Στην πρώτη μου απόπειρα να κάνω την ταινία, αντικατέστησα το Βανκούβερ με τη Νέα Υόρκη, γιατί αισθάνομαι ότι είμαι πιο κοντά στις ΗΠΑ απ’ ό,τι στον Καναδά, και σκεφτόμουν να είναι αυτή η πρώτη μου αγγλόφωνη ταινία. Τελικά όμως νικήθηκα από την ανασφάλεια: δεν αισθανόμουν σίγουρος ούτε για το σενάριο ούτε για την ικανότητά μου να σκηνοθετήσω στα αγγλικά. Φοβόμουν την ιδέα να αλλάξω γλώσσα, κουλτούρα, χώρα. Έτσι κράτησα το πρώτο προσχέδιο και τα δικαιώματα των ιστοριών, αλλά δεν το δούλεψα για αρκετό καιρό. Πριν δύο χρόνια, διάβασα και πάλι το προσχέδιο – μου άρεσε περισσότερο απ’ ό,τι περίμενα. Αποφάσισα να μεταφέρω την ιστορία στην Ισπανία και όσο προχωρούσα, τόσο απομακρυνόμουν από τις ιστορίες της Μονρό. Συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να πετάξω με τα δικά μου φτερά.
Είμαι σκηνοθέτης του σινεμά και πιστεύω στην επανάληψη και την πρόβα. Ο άνθρωπος μονίμως βρίσκεται σε καταστάσεις που έχει ζήσει στο παρελθόν, σχεδόν σαν να μας δίνει η ζωή την ευκαιρία να κάνουμε πρόβα τις δυσκολότερες στιγμές πριν εκείνες φτάσουν.
Η πρώτη αντίδραση του συνθέτη Αλμπέρτο Ιγκλέσιας, που είναι συνεργάτης μου τα τελευταία 20 χρόνια, όταν είδε το τελικό cut ήταν ότι η ταινία δεν χρειάζονταν μουσική. Του άρεσε έτσι «γυμνή», όπως δηλαδή γεννήθηκε στην αίθουσα του μοντάζ χάρη στην μαεστρία του μοντέρ μου, Πέπε Σαλσέντο, ο οποίος κατάφερε να δώσει πνοές αληθινής ζωής στην ιστορία μέσα από την δουλειά του. Για μένα, όμως, η
μουσική είναι κάτι σαν ο σκελετός της αφήγησης, της δίνει δομή. Πιστεύω ότι αυτό είναι από τα καλύτερα σάουντρακ του Αλμπέρτο – αγαπώ ιδιαίτερα τον τρόπο με τον οποίο συγχρόνισε τη μουσική του όχι με τα cut των πλάνων, αλλά με τις φωνές και τα βλέμματα των χαρακτήρων. Είναι μια μουσική που αναπνέει σαν ζωντανό ον, που μοιάζει να προέρχεται από τα μάτια των χαρακτήρων.
H “Julieta” σημαίνει την επιστροφή μου στο θηλυκό σύμπαν. Η γυναίκα όχι μόνο δίνει ζωή αλλά είναι δυνατότερη έτσι ώστε να παλέψει, να συντρέξει, να υποφέρει και να απολαύσει όλα όσα φέρνει η ζωή. Μόνο η μοίρα είναι δυνατότερη από εκείνη. Σχεδόν όλες οι ηθοποιοί στο μεγάλο καστ μού ήταν άγνωστες, είχα μόνο συνεργαστεί στο παρελθόν με την Ρόσι ντε Πάλμα και την Σούσι Σάντσεζ. Ένα από τα μεγάλα ρίσκα που αντιμετώπισα στην ταινία είναι το γεγονός ότι αποφάσισα να χρησιμοποιήσω δύο διαφορετικές ηθοποιούς για την Χουλιέτα, την Αδριάνα Ουγάρτε από τα 25 ως τα 40 και την Έμμα Σουάρεθ από τα 40 κι έπειτα. Δεν μου αρέσει να παίζει η ίδια ηθοποιός όλες τις ηλικίες ενός ρόλου. Δεν εμπιστεύομαι το μακιγιάζ για να προσθέσει χρόνια σε ένα πρόσωπο και είναι αδύνατον για μια 25άρα να έχει την παρουσία και αίσθηση μιας 50άρας. Δεν έχει σχέση με τις ρυτίδες – έχει να κάνει με κάτι πιο βαθύ, το πέρασμα του χρόνου, μέσα και έξω από έναν άνθρωπο. Αποδέχομαι την σύμβαση στο θέατρο, αλλά την απορρίπτω στο σινεμά. Είναι, όμως, ριψοκίνδυνο να χρησιμοποιείς δύο διαφορετικές γυναίκες, ειδικά σε μια ταινία στην οποία αυτό δεν συμβαίνει το ίδιο με όλους τους χαρακτήρες. Τώρα είμαι χαρούμενος που πήρα την απόφαση αυτή. Και νομίζω ότι η Αδριάνα Ουγάρτε και η Έμμα Σουάρεθ είναι τώρα κομμάτι του δικού μου Ολύμπου, όπου στέκονται πλάι στις Πενέλοπε Κρουθ, Κάρμεν Μάουρα, Βικτόρια Αμπρίλ, Μαρίσα Παρέδες και Σεσίλια Ροθ, πλάι δηλαδή σε όλες μου τις μούσες.
Σχεδόν όλες μου οι ταινίες κερδίζουν κάτι την δεύτερη φορά που τις βλέπεις. Σίγουρα απολαμβάνει κανείς την “Julieta”περισσότερο όταν έχει ήδη δει και μάθει την ιστορία. Θα ήθελα να πείσω τον αδερφό μου και παραγωγό της ταινίας να προσφέρει μια δωρεάν δεύτερη θέαση σε όσους έχουν ήδη δει την ταινία. Δεν ξέρεις τα πάντα για κάποιον όταν τους πρωτογνωρίζεις, ούτε απολαμβάνεις την παρέα τους. Το ίδιο συμβαίνει με την “Julieta” μου!».
Έπειτα από το αλέγρο «Δεν Κρατιέμαι» και το μυστηριώδες «Δέρμα που Κατοικώ», ο βραβευμένος με Όσκαρ δημιουργός του «Ψηλά Τακούνια» και του «Όλα για τη Μητέρα μου», επιστρέφει διασκευάζοντας σε μια ενιαία πλοκή τρία διηγήματα της βραβευμένης με Νόμπελ Λογοτεχνίας, καναδικής καταγωγής συγγραφέα Άλις Μονρό.
Γυναίκες-ερωμένες, γυναίκες-σύντροφοι και γυναίκες-μητέρες. Γυναίκες που αγαπούν. Γυναίκες που υπομένουν. Γυναίκες χτυπημένες από τη μοίρα και γυναίκες που δεν το βάζουν κάτω. Γυναίκες στο χείλος του γκρεμού και γυναίκες στο κατώφλι μιας νέας αρχής. Γυναίκες στωικές και γυναίκες εύθραυστες. Όλες αυτές οι διαφορετικές και αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές πάνω στην θηλυκότητα βρίσκουν σύνοψη και εφαρμογή στο πρόσωπο της νέας ηρωίδας του 66χρονου δημιουργού. Ο Αλμοδόβαρ αφήνει για άλλη μια φορά μια γυναίκα να γίνει ο οδηγός και ο επιβάτης του δικού της αποκαλυπτικού ταξιδιού, όπως και ο νευρώδης ξεναγός σε μια από τις πολλοστές λαβυρινθώδεις αφηγήσεις του σκηνοθέτη.
Η Έμα Σουάρεζ και η Αντριάνα Ουγκάρτε πρωταγωνιστούν στο «Julieta» ενώ σε δεύτερους ρόλου θα δούμε την Ίνμα Κουέστα, την Πιλάρ Κάστρο και την πολυαγαπημένη ηθοποιό-μούσα του Αλμοδόβαρ, Ρόζι ντε Πάλμα.
Την αλλαγή του τίτλου της νέας του ταινίας, από «Silencio» σε «Julieta», ανακοινώνει ο Ισπανός δημιουργός, ο οποίος εξηγεί τους λόγους πίσω από την απόφαση αυτή.
«Αποφασίσαμε να αλλάξουμε τον τίτλο της ταινίας, η οποία τώρα βρίσκεται στην φάση του post production. Ο Αλμπέρτο Ιγκλέσιας ολοκληρώνει τη μουσική. Αντί για «Silencio», ο τίτλος θα είναι «Julieta».
Όταν ακόμη προετοιμάζαμε την ταινία, έμαθα ότι ο Μάρτιν Σκορσέζε θα γύρισε μία ταινία με τον ίδιο τίτλο. Τότε δεν το σκέφτηκα πολύ, αφού σκόπευα να κυκλοφορήσω την ταινία μου «Silencio» (στα ισπανικά) παγκοσμίως και αυτό ακουγόταν κάπως διαφορετικό σε σχέση με το «Silence». Ο Σκορσέζε κι εγώ έχουμε τελειώσει γυρίσματα και θα μοιραστούμε τις αίθουσες του κόσμου την ίδια περίπου περίοδο της χρονιάς. Επιπλέον, το βιβλίο πάνω στο οποίο βασίζεται η ταινία του Σκορσέζε (το «Silence» του Shusaku Endo, για τις περιπέτειες των Ιησουιτών στην Ιαπωνία τον 17ο αιώνα) θα επανεκδοθεί. Νομίζω ότι αυτό φέρνει πολλές “σιωπές” την ίδια περίοδο και προτιμώ να αποφύγω τις παρανοήσεις.
Καταλαβαίνω ότι αυτό μοιάζει εντελώς άτοπο δεδομένων των σκοτεινών ημερών που περνάμε. Η πιο στυγνή τρομοκρατία εξερράγη στην καρδιά του Παρισιού. Είμαστε όλοι το Παρίσι, η καρδιά του και τα δάκρυά του είναι τα δικά μας. Εμείς όλοι στην El Deseo πενθούμε από την περασμένη Παρασκευή 13 Νοεμβρίου. Εκφράζουμε την αλληλεγγύη μας με τους συγγενείς των θυμάτων και τα εκατομμύρια ανθρώπων που αγαπούν το Παρίσι. Δεν υπάρχουν πολλές λέξεις που πραγματικά σημαίνουν κάτι όταν αντιμετωπίζεις τόσο πολύ πόνο, ή τουλάχιστον εγώ δεν μπορώ να σκεφτώ καμία.
Πέδρο Αλμοδόβαρ
17 Νοεμβρίου 2015»