Ένα ανδρόγυνο σε μια μικρή πόλη των μεσοδυτικών πολιτειών των ΗΠΑ παλεύει να επιβιώσει καθώς οι φίλοι και οι συγγενείς τους οδηγούνται στην Παράνοια. Μια μυστηριώδης τοξίνη στην κεντρική δεξαμενή νερού μετατρέπει τους κατοίκους της πόλης σε παρανοϊκούς δολοφόνους, ενώ οι τοπικές αρχές αφήνουν όσους δεν έχουν ακόμα προσβληθεί να οδεύουν προς τον βέβαιο θάνατό τους, σε αυτή την τρομακτική διασκευή του κλασικού θρίλερ του Τζορτζ Α. Ρομέρο. Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Μπρεκ Άισνερ (Sahara), ενώ το σενάριο της ταινίας Παράνοια υπογράφουν ο Σκοτ Κόσαρ (The Amityville Horror, The Texas Chainsaw Massacre) και ο Ρέι Ράιτ (Pulse, Case 39).
Το Αμερικάνικο Όνειρο εξελίσσεται σε εφιάλτη όταν οι κάτοικοι μιας ειδυλλιακής πόλης αρχίζουν να υποκύπτουν στην ανεξέλεγκτη βία και η κτηνώδης αιματοχυσία κλιμακώνεται σε αναρχία. Σε μια προσπάθεια να θέσει υπό έλεγχο την επιδημία, ο στρατός χρησιμοποιεί ακραία μέσα για να αποκλείσει την πόλη, εγκαταλείποντας τους λιγοστούς υγιείς κατοίκους αβοήθητους, τη στιγμή που στυγνοί δολοφόνοι παραμονεύουν σε κάθε σκιά.
Ο Σερίφης Ντέιβιντ Ντάτον (Τίμοθι Όλιφαντ, Live Free or Die Hard), η έγκυος σύζυγός του, Τζούντι (Ράντα Μίτσελ, Silent Hill), η Μπέκα (Ντανιέλ Παναμπέικερ, Friday the 13th), βοηθός στο τοπικό ιατρικό κέντρο και ο Ράσελ (Τζο Άντερσον, Across the Universe,) ο βοηθός του Ντάτον, βρίσκονται παγιδευμένοι στην άλλοτε ονειρική πόλη τους που πλέον δεν μπορούν καν να αναγνωρίσουν. Έχοντας χάσει κάθε εμπιστοσύνη στους πρώην γείτονες και φίλους τους, εγκαταλελειμμένοι από τις αρχές και τρομοκρατημένοι από τον κίνδυνο να προσβληθούν και οι ίδιοι στην απειλητική ασθένεια, αναγκάζονται να συσπειρώσουν τις δυνάμεις τους σε έναν εφιαλτικό αγώνα επιβίωσης.
Πληροφορίες
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Το 1973, ο βιρτουόζος συγγραφέας θρίλερ Τζορτζ Α. Ρομέρο υπέγραψε την τέταρτη κινηματογραφική του ταινία, με τίτλο Παράνοια: μια προκλητική ιστορία για μια μικρή πόλη που προσβάλλεται από έναν θανατηφόρο ιό που εξαπλώνεται πιο γρήγορα από τον πανικό που προκαλεί. Η νέα, καταιγιστικής δράσης διασκευή του Μπρεκ Άισνερ, πηγαίνει το κλασικό θρίλερ ένα βήμα πιο πέρα, δημιουργώντας έναν τρομακτικό κόσμο, στον οποίο ένα πειραματικό βιοχημικό όπλο βγάζει στην επιφάνεια τις πιο σκοτεινές σκέψεις των θυμάτων του, αναγκάζοντάς τα να τις πραγματοποιήσουν.
"Εννοείται ότι παραμορφώσαμε με ακραίο τρόπο την πραγματικότητα," παραδέχεται ο Άισνερ. "Ο πυρήνας όμως της ταινίας, η πηγή έμπνευσή της, βασίζεται σε κάτι που θα μπορούσε κάλλιστα να συμβεί."
Ο παραγωγός Ρομπ Κόουαν λέει ότι αρχικά οραματίστηκε την ταινία ως ένα σχετικά μικρής κλίμακας εγχείρημα, που θα μπορούσε να συγκρατηθεί σε επίπεδο ορίων. "Όταν όμως, διάβασα το σενάριο, συνειδητοποίησα ότι επρόκειτο για ένα τεράστιο βήμα στις ταινίες του είδους αυτού, ενώ την ίδια στιγμή προσφέρει στους φαν των θρίλερ τον τρόμο και την αγωνία που λατρεύουν."
Ο Κόουαν αποδίδει στον Άισνερ τα εύσημα αφού κατάφερε να πάει ένα βήμα πιο πέρα το σενάριο. "Ο Μπρεκ είναι ένας πολύ ενδιαφέρον δημιουργός και πραγματικά ανέβασε σε άλλο επίπεδο το υλικό που είχε στα χέρια του," λέει ο παραγωγός. "Προσέγγισε το σενάριο με σεβασμό και μετά προσέθεσε κάτι από τη δική του, μοναδική ευαισθησία διατηρώντας τον τρομακτικό χαρακτήρα της ταινίας."
[[page_break]]
Η νέα ταινία αποτελεί διασκευή της αρχικής ταινίας από τους Ρεϊ Ράιτ (Pulse) και Σκοτ Κόζαρ (The Amityville Horror). Ο Ράιτ ομολογεί ότι την πρωτότυπη ταινία την είδε μόλις λίγο καιρό πριν ξεκινήσει το πρώτο προσχέδιο του σεναρίου. "Η δραματικότητα των καταστάσεων ήταν ακαταμάχητη, καθώς μια μικρή πόλη βρίσκεται υπό καθεστώς πολιορκίας. Πραγματικά αυτό ήταν που με έλκυσε στο εγχείρημα. Επίσης, ο Τζορτζ Ρομέρο είναι θρύλος στον χώρο του, έτσι ήταν σπουδαία τιμή για μένα να συνεργαστώ μαζί του."
Ο Άισνερ προσθέτει, "Στο αρχικό προσχέδιο του Σκοτ, η παρουσία του στρατού ήταν πολύ πιο έντονη. Ήταν πιο πιστό στην αρχική ταινία, τόσο σε επίπεδο προβολής των κατοίκων της πόλης όσο και του στρατού. Τελικά, εξελίξαμε το σενάριο δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στον τρόμο και στους κατοίκους της πόλης. Κρατήσαμε το στοιχείο της παρουσίας του στρατού αλλά πιο διακριτικά. Η ταινία παρακολουθεί το τι γίνεται στην μικρή πόλη μέσα από τα μάτια του Ντέιβιντ και της Τζούντι."
Όταν ξεκίνησε η παραγωγή της ταινίας, ο Κόουαν αντιλήφθηκε ότι τα γυρίσματα συχνά-πυκνά ήταν επικών διαστάσεων. "Είχαμε στρατιωτικά κονβόι και αεροπλάνα," λέει. "Υπήρχε μια αρμάδα ελικοπτέρων που έσπευσε στην πόλη. Κάθε μέρα υπήρχε και μια μεγάλη σκηνή. Κάθε μέρα!"
Τα στοιχεία της πλοκής που βοήθησαν την ταινία Παράνοια να ξεφύγει από τα στενά όρια της ταινίας τρόμου ήταν δύο, λέει ο παραγωγός. Το πρώτο είναι ότι η δράση εξελίσσεται σε μια ειδυλλιακή αγροτική κοινότητα όπου όλα πηγαίνουν καλά μέχρι τη στιγμή που η κοινότητα αυτή αρχίζει να καταστρέφεται ενδογενώς. "Η απειλή προέρχεται από ανθρώπους που ξέρεις καλά. Και είναι άνθρωποι με τους οποίους οι βασικοί πρωταγωνιστές της ιστορίας έχουν στενές σχέσεις."
"Το δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ο στρατός και ο τρόπος που αντιδρά στα γεγονότα," λέει. "Αποτελεί μια πραγματική απειλή, συνεπώς οι πρωταγωνιστές δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο την Παράνοια των γειτόνων τους. Βρίσκονται αντιμέτωποι με δύο διαφορετικές δυνάμεις που τους καταδιώκουν με μόνο σύμμαχο τους εαυτούς τους."
Το κόστος της παραγωγής βοήθησε την ταινία να ξεχωρίσει σε σχέση με την αρχική, η οποία έγινε με έναν πενιχρό προϋπολογισμό του Ρομέρο. "Αυτό που κάνει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα την πρώτη ταινία είναι ο Τζορτζ Ρομέρο," λέει ο Φράνκις. "Ήξερε να γράφει ωραία σενάρια και συνέλαβε την ίδια ιδέα που διαχειριζόμαστε τώρα κι εμείς. Δεν μιλάμε για γυναίκες ή εφήβους που διατρέχουν κίνδυνο. Δεν υπάρχει κάποιο τρομακτικό τέρας που απειλεί μια μικρή ομάδα ανθρώπων... Μιλάμε για κάτι μεγαλύτερο και αυτό είναι πολύ περισσότερο τρομακτικό."
Η Ράντα Μίτσελ, που ενσαρκώνει την δρα Τζούντι Ντάτον – σύζυγο του σερίφη και γιατρό της πόλης – θεωρεί την αφετηρία της ταινίας πολύ πιο τρομακτική για τους ίδιους ακριβώς λόγους. "Γενικά η απειλή σε ταινίες τέτοιου είδους προέρχεται από έξω," λέει. "Στην προκειμένη περίπτωση όμως, η ιστορία διαδραματίζεται σε μια μικρή πόλη όπου όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους και η απειλή τελικά βρίσκεται όπου κι αν κοιτάξεις. Είναι ενδιαφέρουσα τακτική να παίρνεις κάτι που είναι στον άλλο οικείο και να του το κάνεις ξένο."
[[page_break]]
Τον τρόμο της ταινία έρχονται να εντείνουν οι διαστάσεις που λαμβάνει η επιδημία: ο ιός καταφέρνει να προσβάλει την πόλη μέσα σε μόλις τρεις ημέρες. "Γυρίσαμε μια σκηνή με τον Ντέιβιντ, τον ρόλο του Τιμ Όλιφαντ, κατά την οποία τον βλέπουμε να περπατάει σε έναν γαλήνιο και ήσυχο δρόμο," λέει ο Φράνκις. "Λίγες μέρες αργότερα, βλέπουμε τους ίδιους δρόμους γεμάτους με σπασμένες τηλεοράσεις, καλώδια, πυρπολημένα αυτοκίνητα. Τα θύματα του ιού έχουν καταλάβει την πόλη και ο στρατός είναι αδύναμος να ελέγξει την κατάσταση. Το αποτέλεσμα θυμίζει τις εξεγέρσεις που έγιναν στον Λος Άντζελες ή την επόμενη μέρα από τον Τυφώνα Κατρίνα. Μιλάμε κυριολεκτικά για χάος."
Η ταινία υπόσχεται να αποτελέσει ερέθισμα για τη σκέψη που θα οδηγήσει το κοινό να συζητήσει αυτό που είδε, σύμφωνα με τον Φράνκις. "Μπορώ να φανταστώ φοιτητές να κάθονται σε καφετέριες και να συζητούν 'Πώς σου φάνηκε αυτό; Τι γνώμη έχεις για το άλλο;' Νομίζω ότι θα αποτελέσει πλέον διαχρονική αξία."
Ο Όλιφαντ, ο πρωταγωνιστής της ταινίας, τονίζει ότι υπάρχουν κοινοί τόποι ανάμεσα στο κλίμα που επικρατεί σήμερα και σε αυτό που επικρατούσε την εποχή που έγραφε το πρωτότυπο σενάριο ο Ρομέρο. "Το συγκλονιστικό στις ταινίες του Ρομέρο είναι ότι όλες τους δεν είναι απλά τρομακτικές, έχουν και κάτι παραπάνω," λέει ο ηθοποιός. "Απλά άφησε αχνές αναφορές σε γεγονότα που συνέβαιναν εκείνη την εποχή, όπως για παράδειγμα στον Πόλεμο του Βιετνάμ. Σήμερα οι συνθήκες δεν διαφέρουν και πολύ. Αυτή τη στιγμή μαίνεται ακόμα ένας πόλεμος που έχει διχάσει τον κόσμο."
Οποιοδήποτε όμως μεγαλύτερο μήνυμα, σύμφωνα με τον Κόουαν, έρχεται δεύτερο μετά την ψυχαγωγική αξία της ταινίας. "Η πρόθεσή μας δεν ήταν να κάνουμε μια ταινία που περνάει μηνύματα. Σίγουρα υπάρχουν στοιχεία που αντανακλούν τα σημάδια των καιρών μας και το πώς νιώθει ο κόσμος για την ασφάλειά του, αλλά όλα αυτά περνούν πιο υπόγεια στην ταινία, χωρίς να χρειάζεται να φλυαρήσουμε. Αυτό το υποβόσκον κοινωνικό σχόλιο είναι ένας από τους λόγους που μου άρεσε πολύ το σενάριο."
[[page_break]]
ΕΠΙΛΕΓΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ
Οι τέσσερις κεντρικοί χαρακτήρες της ταινίας Παράνοια αναγκάζονται να σχηματίσουν μια πολύ δυνατή συμμαχία προκειμένου να επιβιώσουν. Οι δημιουργοί ήξεραν ότι κατά τη διάρκεια των συχνά σκληρών γυρισμάτων, οι ηθοποιοί που θα έδιναν ζωή στους ήρωες θα έπρεπε να αναπτύξουν παρόμοιους δεσμούς. Αυτό λοιπόν, είχαν και κατά νου όταν επέλεγαν τους πρωταγωνιστές.
"Ο πρώτος ήρωας με τον οποίο ασχοληθήκαμε ήταν ο Ντέιβιντ Ντάτον," θυμάται ο Άισνερ. "Σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας εγώ μπορούσα να φανταστώ μόνο τον Τιμ Όλιφαντ για τον ρόλο. Είχαμε ένα σωρό ονόματα, αλλά ο Τιμ ήταν πάντα στην κορυφή της λίστας. Έτσι του πήγαμε το σενάριο κι εκείνος δέχτηκε τον ρόλο."
"Ο Τιμ έχει κάτι από Γκάρι Κούπερ και αυτό τον καθιστά ιδανικό για τον ρόλο," λέει ο παραγωγός Ρομπ Κόουαν. "Είναι ένας απλός άνθρωπος, ο σερίφης μιας μικρής πόλης που προσπαθεί να θρέψει την οικογένειά του και να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του πατέρα του, ο οποίος ξαφνικά βρίσκεται αντιμέτωπος με μια εξωπραγματική κατάσταση."
Για τον Όλιφαντ, η ποιότητα του σεναρίου ήταν εξαιρετική. "Το σενάριο ήταν καταπληκτικό," λέει. "Από την πρώτη στιγμή σε αιχμαλώτιζε. Αρχικά σκέφτηκα 'Ωραία ταινία, διασκεδαστική,' και αυτό το συναίσθημα έμεινε μέσα μου για πολλές μέρες. Και ο τίτλος όμως της ταινία μου αρέσει πολύ. Στο τρέιλερ της πρωτότυπης ταινίας επαναλαμβάνουν διαρκώς "Παράνοια! Παράνοια!". Πραγματικά λατρεύω τον τίτλο."
"Υπήρχε μια υπέροχη διάδραση που ξεκίνησε πριν καν αρχίσουν τα γυρίσματα," λέει ο Όλιφαντ. "Μιλούσαμε στο τηλέφωνο, ανταλλάσσαμε email. Πήγαινα στο γραφείο του και βλέπαμε μαζί το σενάριο. Μιλούσαμε συνέχεια. Κι όσο περισσότερο μιλούσαμε, τόσο πιο ενδιαφέρων γινόταν για μένα ο ήρωας και συνεπώς τόσο περισσότερο ήθελα να τον ενσαρκώσω."
Ένας προβληματισμός που ο Όλιφαντ εξέφρασε τον Άισνερ ήταν σχετικά με τη σχέση ανάμεσα στον Ντέιβιντ και τη σύζυγό του, Τζούντι. "Θυμάμαι να λέω στον Μπρεκ, 'Δεν ξέρω πώς το βλέπεις εσύ, αλλά αυτός ο γάμος δεν μοιάζει καθόλου με τον δικό μου,'. Ο γάμος είναι δύσκολο πράγμα, περίπλοκο. Ήθελα να δω την εύθραυστη φύση του. Αν ξεκινήσεις με μια σχέση που μοιάζει αβέβαιη και την βάλεις να αντιμετωπίσει τόσες αντιξοότητες, ή θα διαλυθεί ή θα δυναμώσει."
Οι ήρωες και οι μεταξύ τους σχέσεις αποτελούν το επίκεντρο της ταινίας, λέει ο Όλιφαντ. "Βρήκαμε υπέροχους χαρακτήρες που είναι πολύ αληθινοί και ελπίζω το αποτέλεσμα να ξεφύγει από τα όρια των ταινιών του είδους αυτού. Η ταινία ξεκινά με μια πολύ ενδιαφέρουσα και πολύ αληθινή σχέση ανάμεσα σε ένα ανδρόγυνο για να επεκταθεί σε όλες τις υπόλοιπες σχέσεις που περιγράφονται στην ταινία. Υπάρχει μια παράξενη διάδραση ανάμεσα στον σερίφη και τον βοηθό του τον Ράσελ, αλλά και ανάμεσα στην Τζούντι και την Μπέκα, μια νεαρή κοπέλα συνεργάτιδά της."
Η Ράντα Μίτσελ ενσαρκώνει την δρα Τζούντι Ντάτον, τη σύζυγο του σερίφη. "Αναζητούσαμε μια γυναίκα που θα ήταν προσγειωμένη αλλά ταυτόχρονα θα διέθετε και τη σπίθα που έχει η Ράντα," λέει ο Κόουαν. "Της Ράντα της άρεσε που η Τζούντι δεν ήταν απλά η φίλη ή απλά η σύζυγος. Είναι γιατρός και μάλιστα έχει τη δική της ιστορία."
Το γεγονός ότι η Τζούλι είναι έγκυος στο πρώτο της παιδί κάνει τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα, λέει η Μίτσελ. "Μέσα της έχει μια ακόμα ζωή και αυτό αποτελεί σημαντικό κίνητρο για την αποφασιστικότητά της να τα καταφέρει."
Η Μίτσελ, που έχει παίξει σε αρκετά θρίλερ, λέει ότι η ένταση της εμπειρίας αυτής λειτουργεί σαν κάθαρση. "Έχεις την ευκαιρία να εκφράσει πολλά πράγματα που δεν θα εξέφραζες στην πραγματική σου ζωή," λέει. "Στην πραγματική μου ζωή δεν φωνάζω, στις ταινίες όμως το κάνω. Και στη συγκεκριμένη φώναξα πάρα πολύ!"
Η πρώτη ταινία τρόμου που θυμάται ότι η είδε ήταν το The Hunger. "Ο Ντέιβιντ Μπάουι και η Κατρίν Ντενέβ είναι βαμπίρ", λέει. "Είναι μια πάρα πολύ τρομακτική ταινία και εγώ ήμουν πάρα πολύ μικρή για να την δω. Κάπως έτσι, χαράχτηκε στη μνήμη μου. Η ένταση σε κάποιες ταινίες είναι τόσο μεγάλη που σε σημαδεύει. Νιώθεις σαν να τις ζεις πραγματικά."
Για τον ρόλο του Ράσελ, του βοηθού σερίφη, οι δημιουργοί χρειάζονταν έναν "καθημερινό άνθρωπο", όπως λέει ο Κόουαν – κάποιον γοητευτικό και διασκεδαστικό, ο οποίος όμως να μπορούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες του ρόλου. "Μπορεί να μεταμορφωθεί από συνηθισμένος τύπος, σε άνθρωπο που πρέπει να πάρει σημαντικές αποφάσεις σε ηθικό επίπεδο. Ανέκαθεν πίστευα ότι ο Ράσελ είναι ο καλύτερος ρόλος της ταινίας."
"Πριν την οντισιόν, δεν μπορώ να πω ότι γνώριζα καλά τη δουλειά του Τζο Άντερσον," λέει ο Άισνερ. "Όταν όμως ήρθε και τον είδαμε, συνειδητοποιήσαμε αμέσως ότι ήταν ο άνθρωπος που ψάχναμε. Νομίζω ότι είδαμε περίπου 100 ηθοποιούς για αυτό τον ρόλο, αλλά κάθε φορά που βλέπαμε κάποιον, όσο καλός κι αν ήταν, δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον Τζο."
Ο Ράσελ Κλανκ είναι ένας φιλόδοξος νέος άνθρωπος που θέλει μια μέρα να διαδεχθεί τον Ντέιβιντ. Το θάρρος και η επιμονή του θα δοκιμαστούν κατά τη διάρκεια της ιστορίας. "Νομίζω ότι η δική του ιστορία είναι μια από τις σημαντικότερες της ταινίας," λέει ο Άντερσον. "Είναι ωραίος ρόλος που κρύβει το στοιχείο του κινδύνου. Η ιστορία για αυτόν αποτελεί ένα τελετουργικό πέρασμα από την αθωότητα της νιότης στην ωριμότητα."
Η πρώτη επαφή του Άντερσον με τις ταινίες τρόμου έγινε με το A Nightmare on Elm Street. "Πρέπει να ήμουν οκτώ ή εννέα ετών," λέει. "Ο πατέρας μου με τρόμαζε καθώς λύγιζε τα δάχτυλά του και έλεγε ότι ήταν ο Φρέντι Κρούγκερ. Θυμάμαι ότι έβλεπα ατέλειωτους εφιάλτες, αλλά είχε πλάκα."
"Η ταινία μας είναι πολύ θεαματική," συνεχίζει ο Άντερσον. "Έχουμε ελικόπτερα και όπλα που εκπυρσοκροτούν. Ομολογώ ότι θύμωσα λίγο όταν έφεραν τους κασκαντέρ. Μεγάλο παιδί είμαι. Χρόνια περιμένω να ενσαρκώσω έναν αστυνομικό για να ζήσω λίγη δράση. Όποτε μπορούσα, άρπαζα την ευκαιρία."
Η Ντανιέλ Παναμπέικερ ενσαρκώνει την Μπέκα, την 17χρονη γραμματέα της Τζούντι Ντάτον. "Ο ρόλος της Μπέκα αρχικά ήταν πολύ μιρκός," λέει ο Κόουαν. "Η Ντανιέλ Παναμπέικερ είναι γοητευτική, όμορφη και ταλαντούχα. Είναι πολύ μικρή αλλά έχει μια ιδιαίτερη ωριμότητα. Όταν καταλήξαμε σε εκείνη αποφασίσαμε να μεγαλώσουμε τον ρόλο ακριβώς επειδή ξέραμε πόσο καλή είναι."
Η Παναμπέικερ περιγράφει τον χαρακτήρα που ενσαρκώνει ως μια συνηθισμένη μαθήτρια που απασχολείται μερικές ώρες σε ένα ιατρείο. Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που ξεκινά το τρομακτικό της βασανιστήριο. "Αυτό που μου αρέσει στο σενάριο είναι ότι αγγίζει τους πιο κρυφούς φόβους του ανθρώπου," λέει. "Η συγκεκριμένη ασθένεια σε κάνει να εξωτερικεύεις τους χειρότερους φόβους σου με αποτέλεσμα να σκοτώνεις τους άλλους. Κανείς δεν ξέρει πού θα οδηγήσει τον άλλο η συγκεκριμένη ασθένεια."
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, η πανδημία της γρίπης των χοίρων έπληξε τις ΗΠΑ. "Απέδειξε πόσο επίκαιρο και τρομακτικό θέμα είναι," λέει η Παναμπέικερ. "Για μένα είναι σημαντικό να κάνω ταινίες που έχουν λογική βάση και το κοινό θα τις θυμάται. Εμένα αυτή η ταινία με σημάδεψε και με έβαλε σε σκέψεις. Πιστεύει ότι όσοι δουν την ταινία θα την απολαύσουν, θα περάσουν όμορφα αλλά ταυτόχρονα θα μπουν και σε σκέψεις. Θα αρχίσουν να σκέφτονται πώς θα αντιδρούσαν ή τι θα γινόταν αν κάτι παρόμοιο συνέβαινε στη δική τους πόλη."
[[page_break]]
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΤΡΙΞΙ
Ο φονικός ιός που ευθύνεται για τα γεγονότα στην ταινία Παράνοια έχει ένα εντελώς αθώο όνομα: Τρίξι. Η ασθένεια προκαλεί πληθώρα ψυχολογικών και σωματικών συμπτωμάτων με καταστροφικές συνέπειες για τα θύματά της. Καθώς οι δημιουργοί ξεκίνησαν να οπτικοποιούν την Τρίξι και τα συμπτώματά της, ο Μπρεκ Άισνερ επέμεινε να βασιστούν σε ιατρικά δεδομένα.
"Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία αυτής της ταινίας είναι ότι δεν πρόκειται για ταινία με ζόμπι," λέει ο Άισνερ. "Ο Ρομέρο έχει κάνει πολλές ταινίες με ζόμπι, αλλά αυτή δεν ήταν μια από αυτές."
Αντί για μια ορδή απέθαντων τεράτων, στη συγκεκριμένη ταινία οι "μολυσμένοι" είναι άρρωστοι άνθρωποι που ο καθένας αντιδρά με μοναδικό και συχνά τρομακτικό τρόπο. Αυτή η πραγματικότητα οδήγησε στην οπτικοποίηση των διαφόρων σταδίων της ασθένειας.
Ο Ρόμπερτ Χολ του οίκου Almost Human, ενός από τους διασημότερους και μεγαλύτερους οίκους make-up του Χόλυγουντ, ανέλαβε την ευθύνη να δημιουργήσει το look αυτών που έχουν προσβληθεί από την Τρίξι. Ήταν δε υποχρεωμένος να βρει ιατρικά δεδομένα που να θεμελιώνουν τις ιδέες του. "Κάναμε πολλή έρευνα σε πραγματικές ασθένειες," λέει ο Χολ. "Δίναμε μια ιδέα στον Μπρεκ για το πώς θα ήταν η μία πλευρά του προσώπου. Αμέσως ήθελε να μάθει από πια ασθένεια πήραμε την ιδεά και πώς θα μπορούσε να ενταχθεί στην παρουσίαση της Τρίξι. Όσο είχαμε ιατρικά δεδομένα, ήμασταν ελεύθεροι να κάνουμε ό,τι θέλαμε."
"Υπήρχε και μια ακόμα ενδιαφέρουσα ιδέα που εισήγαγαν οι σεναριογράφοι σχετικά με τον τέτανο," συνεχίζει. "Ο τέτανος προκαλεί σπασμούς στο σώμα και ακαμψία του αυχένα και των μυών. Σκεφτήκαμε ότι θα ήταν ενδιαφέρον τα θύματα της Παράνοιας να παρουσιάζουν ακαμψία στον αυχένα και μεγάλη συρρίκνωση των τενόντων σε σημείο που θα μοιάζουν με φλύκταινες. Στο τέλος, καταφέραμε να συνθέσουμε τα συμπτώματα από πολλές και διαφορετικές πραγματικές ασθένειες – μεταξύ των οποίων και αυτά του συνδρόμου Stevens-Johnson, μιας πολύ σπάνιας ασθένειας που προκαλεί πορφυρά εξανθήματα που επιφέρουν σταδιακή νέκρωση του δέρματος."
Η επίδραση που έχει η Τρίξι στα θύματά της, λέει ο Χολ, προέκυψε από την ιδέα ότι ο ιός τα καθιστά υπερδραστήρια. "Είναι σαν να διαπερνά τις φλέβες τους, δημιουργώντας εστίες μόλυνσης. Πρέπει να εκτονωθεί κάπως, συνεπώς βγαίνει από τα μάτια τους, από τα αυτιά τους..."
Δεδομένου ότι η εξέλιξη της ασθένειας είναι τόσο γρήγορη, ο Χολ συχνά έπρεπε να προσαρμόσει το μακιγιάζ των ηθοποιών μέσα σε λίγα λεπτά. "Υπήρχαν φορές που ο Μπρεκ έλεγε, 'Έχει προχωρήσει η ασθένεια από την τελευταία φορά. Μπορούμε να προσθέσουμε άλλη μια φλέβα εδώ;' Είχαμε εκατοντάδες μικρά επιθέματα φτιαγμένα από ειδική κόλλα, τα οποία μας επέτρεπαν να προσαρμόζουμε το μακιγιάζ πάρα πολύ γρήγορα. Αυτό μας προσέφερε μεγάλη ευελιξία."
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΥ ΣΤΟ ΛΕΝΟΞ
Η πρωτότυπη ταινία του Τζορτζ Ρομέρο είχε γυριστεί σε μια μικρή πόλη της Πενσυλβάνια: μια κωμόπολη που αποτελούσε την επιτομή της δυνατής, ανεξάρτητης και ασφαλούς Αμερικής της δεκαετίας του '60. Αυτή τη φορά, οι δημιουργοί ήταν αποφασισμένοι να διατηρήσουν την αίσθηση της ιδανικής ζωής, προετοιμάζοντας όμως το τοπίο για την αναπάντεχη ανατροπή.
"Αναζητήσαμε σε όλη την επικράτεια το κατάλληλο σημείο για τα γυρίσματα," εξηγεί ο Άισνερ. "Είδαμε τοποθεσίες στον Καναδά, το Τέξας, τη Τζόρτζια, την Αϊόβα, το Κάνσας, την Καλιφόρνια, το Ιλλινόις."
Ο Ρομπ Κόουαν ταξίδεψε σε πέντε πολιτείες προκειμένου να βρει την κατάλληλη τοποθεσία. "Θέλαμε μια ανοιχτή αγροτική περιοχή και δυσκολευτήκαμε πολύ να την βρούμε. Ψάξαμε πολύ για να βρούμε τις κατάλληλες τοποθεσίες." Τελικά, αποφάσισαν να μοιράσουν τα γυρίσματα ανάμεσα στο Πέρυ της Τζόρτζια και το Λένοξ της Αϊόβα.
Το Λένοξ διέθετε την υπέροχη ατμόσφαιρα της μικρής πόλης, ενώ το περιέβαλλαν εκατοντάδες στρέμματα καλλιεργήσιμης γης. "Η ταινία μιλάει για την ενδοχώρα και εκεί θέλαμε να πάμε," λέει ο συμπαραγωγός Μπράιαν Φράνκις. "Η Αϊόβα όμως, πληττόταν από έναν σφοδρό χειμώνα κι έτσι αποφασίσαμε να κάνουμε τα εσωτερικά γυρίσματα στην Τζόρτζια μέχρι να μαλακώσει λίγο καιρός."
Το Πέρυ, μια μικρή πόλη με περίπου 10.000 κατοίκους βρίσκεται στο κέντρο σχεδόν της πολιτείας, στο σταυροδρόμι τεσσάρων βασικών αυτοκινητόδρομων. Σε αυτό άλλωστε και οφείλει το προσωνύμιο "Σταυροδρόμι της Τζόρτζια". Στο Πέρυ βρίσκεται η Αεροπορική Βάση Robins, καθώς και η έδρα μεγάλων κατασκευαστικών οργανισμών όπως οι Frito-Lay και Graphic Packaging International.
"Το Λένοξ απέχει περίπου 1.000 μίλια από τον πολιτισμό," λέει ο Φράνκις. "Βρισκόμασταν στην καρδιά της ενδοχώρας. Φέραμε 170 ανθρώπους σε μια πόλη που διέθετε μόλις 70 δωμάτια ξενοδοχείου. Ήταν μεγάλη η πρόκληση, αλλά αν θέλεις να κάνεις κάτι που το κοινό δεν έχει ξαναδεί πρέπει να πας εκεί που δεν έχει φτάσει άλλη κάμερα."