1870. Ένας άτυχος έμπορος χάνει όλη του την περιουσία και αποσύρεται στην εξοχή με τα έξι παιδιά του. Ανάμεσα τους και η Belle, η πιο μικρή, αιθέρια και χαριτωμένη του κόρη. Όμως η ζωή του εμπόρου διατρέχει μεγάλο κίνδυνο, όταν το άκαρδο Τέρας τον καταδικάζει σε θάνατο, επειδή έκλεψε ένα τριαντάφυλλο. Η Belle θεωρεί τον εαυτό της υπόλογο και αποφασίζει να θυσιαστεί στη θέση του πατέρα της. Στο κάστρο του Τέρατος την περιμένει μια παράξενη εμπειρία γεμάτη μαγεία, χαρά αλλά και μελαγχολία. Θα καταφέρει να λύσει τα μάγια που μετέτρεψαν μια ευγενική ψυχή σε ένα τρομαχτικό και άκαρδο πλάσμα;
Πληροφορίες
Σίγουρα δεν είναι η πρώτη φορά που η Πεντάμορφη και το Τέρας μεταφέρονται στη μεγάλη οθόνη. Αυτό που κάνει την εκδοχή του Christophe Gans ξεχωριστή είναι ότι βασίζεται στη μέχρι πρόσφατα παραγνωρισμένη πρωτότυπη εκδοχή του μύθου, όπως εκδόθηκε ανώνυμα το 1740 από τη συγγραφέα Madame de Villeneuve. O σκηνοθέτης του “Silent Hill” και της “Αδελφότητας των Λύκων” στήνει μια ρομαντική ιστορία με φαντασμαγορικά σκηνικά, υπέροχα κοστούμια κα παραμυθένια ατμόσφαιρα, με πρωταγωνιστές τον σαγηνευτικό Vincent Cassel (Black Swan) και την ταλαντούχα Lea Seydoux που ξεχώρισε στις Κάννες για την εξαιρετική της ερμηνεία στο La Vie D’Adele (Χρυσός Φοίνικας).
Σημείωμα σκηνοθέτη
Η Πεντάμορφη και το Τέρας είναι η ιστορία μιας οικογένειας που βρίσκεται σε βαθειά κρίση, αφού έχει χάσει όλα της τα υπάρχοντα μετά την οικονομική καταστροφή του πατέρα. Η αρχικά τρομαχτική και στη συνέχεια γοητευτική επαφή με το μυθικό Τέρας, δίνει στην οικογένεια την ευκαιρία να σταθεί ξανά στα πόδια της. Θέλω να πιστεύω ότι το φιλμ είναι μια μεταφορά της κατάστασης που ταλανίζει τον σύγχρονο κόσμο. Αυτό είναι ένα από τα προτερήματα των παραμυθιών, καθώς παρουσιάζουν αξίες που αντέχουν στον χρόνο. Το “Beauty and the Beast” μιλάει, ανάμεσα στα άλλα, για τη δύναμη των ονείρων και της αγάπης που υπερισχύει του υλισμού και της διαφθοράς. Ένα θέμα πιο επίκαιρο από ποτέ. Είναι καιρός να αποδώσουμε φόρο τιμής στην ιστορία της Madame de Villeneuve: ενός αξιοθαύμαστα σύγχρονου μύθου, όπου η ωδή στον έρωτα είναι παράλληλα ένα μήνυμα ελπίδας”. Christophe Gans
Συνέντευξη με τον Christophe Gans (σκηνοθέτης)
Πώς ενσωματώσατε την κληρονομιά του Cocteau;
Δεν σκόπευα να κάνω ένα remake, αλλά μια νέα εκδοχή του μύθου. Όταν αποφάσισα να κάνω την ταινία ο Jerome Seydoux (συμπαραγωγός μεταξύ άλλων του La Grande Bellezza) μου επισήμανε ότι ποτέ δεν θα με αφήσουν να ξεχάσω τον Cocteau. Εγώ απάντησα ότι φυσικά και θα βρεθούν κάποιοι που θα πουν ότι η ταινία του Cocteau είναι καλύτερη. Η Πεντάμορφη και το Τέρας είναι μια ταινία γεμάτη υπαινιγμούς, σκοτεινά σημεία, περιοχές που ο Cocteau άφησε απέξω επίτηδες. Όσο μελετούσα το βιβλίο της Madame de Villeneuve, κρατούσα σημειώσεις για κάθε σημείο που ο Cocteau είχε αφήσει ανεκμετάλλευτο. Ο Έμπορος δεν τον απασχολούσε καθόλου: τον αξιοποιεί μόνο για να εισάγει το Τέρας. Παρομοίως, οι προσωπικότητες των δύο αδερφών και η προέλευση της κατάρας του Τέρατος δεν έχουν και ιδιαίτερη σημασία στην ταινία του. Υπάρχει μόνο μια ατάκα σε όλη την ταινία που εξηγεί την κατάρα («Οι γονείς μου δεν πίστευαν στις νεράιδες και τιμωρήθηκαν για αυτό»). O Cocteau άφησε πολλές πόρτες ανοιχτές και εγώ μπήκα μέσα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Cocteau μετέφερε στη μεγάλη οθόνη ένα κείμενο δέκα σελίδων, ενώ εσείς στραφήκατε στο κατά πολύ μεγαλύτερο κείμενο της Madame de Villeneuve.
Το κείμενο της Madame de Villeneuve έχει αντλήσει την έμπνευση του από την ελληνική και ρωμαϊκή μυθολογία, ειδικά από τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου. Στο βιβλίο του Οβίδιου, οι θεοί είναι φαρσέρ, υιοθετούν τη μορφή ζώων για να συναναστρέφονται και να αποπλανούν τους ανθρώπους. Ήμουν αποφασισμένος να δουλέψω προς αυτή την κατεύθυνση, με άξονα αυτό το πάνθεον που συνδέει τον άνθρωπο με τις δυνάμεις της φύσης. Στο παρόν, παρόμοια θέματα εντοπίζονται στο έργο του Hayao Miyazaki (σκηνοθέτης, manga καλλιτέχνης), που έχει τις ρίζες του στις αρχαίες ανιμιστικές θρησκείες της Ιαπωνίας.
Σε ποια εποχή έχετε τοποθετήσει την ταινία;
Σε δύο εποχές. Κυρίως κατά τη διάρκεια της Πρώτης Αυτοκρατορίας, για αισθητικούς λόγους. Ο Ναπολέοντας θεωρούσε τον εαυτό του Ρωμαίο Αυτοκράτορα, οπότε και η κλασική μυθολογία ενέπνευσε τη διακόσμηση εκείνης της περιόδου. Οι πίνακες εκείνης της εποχής ήταν σημαντική πηγή έμπνευσης για το πώς θα έμοιαζε η ταινία. Η Πεντάμορφη και το Τέρας διαδραματίζεται και τρεις αιώνες νωρίτερα, όταν το Τέρας ήταν ακόμα πρίγκιπας. Έτσι μπορώ να έχω δύο χρονικά πλαίσια στην ταινία. Χάρη στην αιχμαλωσία της, η Belle ονειρεύεται το κάστρο, όπως ήταν πριν τα μάγια. Οπότε κάθε σκηνικό διαθέτει δύο εκδοχές. Στη μία περίπτωση είναι μαγεμένο και χωμένο μέσα σε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα, στην άλλη περίπτωση, βλέπουμε τη χρυσή εποχή του πρίγκιπα που θα λήξει όταν διαπράξει ένα τρομερό έγκλημα σε βάρος της φύσης και του εαυτού του.
Είχατε κάποιους ηθοποιούς στο μυαλό σας όταν γράφατε το σενάριο;
Με τη συν-σεναριογράφο Sandra Vo-Anh, είχαμε εξ αρχής κατά νου τον Vincent Cassel και τη Lea Seydoux για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ήταν οι πρώτες και τελευταίες μας επιλογές. Ευτυχώς, δέχτηκαν. Για εμάς, είναι περιττό να πούμε ότι θεωρούσαμε ότι ο Vincent Cassel είναι ο μοναδικός Γάλλος ηθοποιός που μπορεί να υποδυθεί τον παρηκμασμένο πρίγκιπα και το τέρας ταυτόχρονα. Ξέρουμε ποιος είναι, ακόμα και όταν στα τρία τέταρτα της ταινίας καλύπτεται από μια μάσκα. Τον αναγνωρίζουμε από την ομιλία, τα μπλε μάτια, τις μεταπτώσεις της διάθεσης του. Όσο για τη Lea Seydoux, τη διακρίνει κάτι πολύ σύγχρονο, διαχρονικό και κλασικό, φυσικό και εξευγενισμένο. Στη δική μας εκδοχή, η Belle είναι ο κύριος χαρακτήρας, το οποίο μας διαχωρίζει από την ταινία του Cocteau, που είναι πιο επικεντρωμένος στο Τέρας. Εδώ η ιστορία ξετυλίγεται με αφορμή αυτή τη νεαρή γυναίκα που είναι εξ ολοκλήρου αφοσιωμένη στον πατέρα της, αλλά που θα βρει την αγάπη στην αγκαλιά ενός συναρπαστικού και συγκινητικού πλάσματος.
Πώς συνδυάσατε αρμονικά το γύρισμα σε πλατό με τα ειδικά εφέ;
Όταν πάρεις την απόφαση να γυρίσεις σε πλατό, γνωρίζεις ότι η διαδικασία δεν θα είναι ευχάριστη, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζεις τεχνολογικές προκλήσεις. Από την άλλη, επιστρέφαμε στην παράδοση των ταινιών του ’30 και του ’40, όπου οι ταινίες στην πλειοψηφία τους γυρίζονταν σε πλατό, όπου τα πάντα ήταν φτιαχτά. Αυτή η διπλή φύση μου ταιριάζει γιατί παρόλο που είμαι κολλημένος σινεφίλ, η τεχνική πρόοδος του σύγχρονου σινεμά με έχει συνεπάρει. Το σινεμά είναι πάντα καλύτερο όταν θυμάται το παρελθόν του και συγχρόνως στρέφει το βλέμμα του στο μέλλον. Έτσι, το ότι γυρίσαμε στο Babelsberg, κοντά στο Βερολίνο, ήταν μια πολύ συγκινητική εμπειρία για μένα. Εκεί γυρίστηκαν πολλά αριστουργήματα του γερμανικού σινεμά όπως το Metropolis και το Blue Angel. Καμιά φορά, αργά το βράδυ, γυρνούσα στο πλατό μόνος μου και σκεφτόμουν ότι ο Fritz Lang έχει δουλέψει στον ίδιο χώρο.
Πώς οργανώσατε το post production;
Καταρχήν να διευκρινίσω ότι το μοντάζ της ταινίας σχεδόν ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Τα πλατό βρίσκονταν μερικά μέτρα μακριά από τη σουίτα του μοντάζ και όταν κάναμε διάλειμμα έφευγα από το σετ και έβλεπα πώς μονταριζόταν η σκηνή της προηγούμενης μέρας. Επειδή τα ειδικά εφέ κοστίζουν πολύ, δεν έπρεπε να ξεπεράσω ένα συγκεκριμένο αριθμό πλάνων καθώς και μια συγκεκριμένη διάρκεια, που είχαν προκαθοριστεί στο storyboard.
Αντίστοιχα, πριν προχωρήσουμε στη φάση των ψηφιακών εφέ, επινοήσαμε μια ενδιάμεση φάση, που δεν προκύπτει σε τέτοιου είδους παραγωγές, τουλάχιστον απ’ ό,τι ξέρω. Όλες οι σκηνές που είχαν γυριστεί σε green screen απέκτησαν ένα ζωγραφισμένο φόντο. Ήταν ένα τεράστιο και συναρπαστικό έργο. Μετά από τρεις μήνες είχαμε μια εκδοχή της ταινίας όπου οι ηθοποιοί δεν κινούνταν μπροστά από πράσινες οθόνες, αλλά σκηνικά δύο διαστάσεων. Η μέθοδος αυτή διευκόλυνε την επικοινωνία με τους παραγωγούς. Επίσης, όταν ήρθε η ώρα να προχωρήσουμε στα ψηφιακά εφέ, ξέραμε ακριβώς τι θέλαμε.
Πώς σχεδιάσατε τη μορφή του Τέρατος;
Η αγάπη μου για το σινεμά, που την πρωτοένιωσα τη δεκαετία του ’60 μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Midi-Minuit, είναι ποτισμένη από τους σπουδαίους μύθους των ταινιών του φανταστικού. Όταν ήμουν οχτώ χρονών, ήξερα ήδη ότι ο Terence Fisher και ο υπεύθυνος μακιγιάζ Roy Ashton είχαν σχεδιάσει τον λυκάνθρωπο στην ταινία The Curse of the Werewolf (1961), που έχει βασιστεί στην ταινία του Jean Cocteau (La Belle et la Bete-1964). Το όραμα μου για τις ταινίες διαμορφώθηκε μέσα από παράξενες παρακαμπτήριες, μέσα από την υπόγεια σχέση του κλασικού σινεμά με το είδος της φαντασίας του ’60 και του ’70, και κυρίως μέσα από τις ταινίες τρόμου του Hammer. Ήταν μια κινηματογραφική σχολή που ξεχώρισε για πολλούς λόγους, αρχικά λόγω της έλευσης του έγχρωμου φιλμ, κυρίως όμως χάρη στην ομορφιά των τεράτων της. Ο Hammer κράτησε ζωντανή την απόλυτα βρετανική ιδέα ότι υπάρχει ομορφιά στον τρόμο. Ο τρόμος δεν υπάρχει μόνο και μόνο για να είναι φοβερός, αλλά και για να σαγηνεύει. Αυτό ξεκίνησε με τον Δράκουλα του Christopher Lee και συνέχισε με μια σειρά από κομψές εκδοχές των κλασικών τεράτων, The Werewolf, Phantom of the Opera, The Mummy κοκ. Ο καταπληκτικός δημιουργός Terence Fisher ανέδειξε τις ρομαντικές πτυχές αυτών των πλασμάτων. Στο έργο του, τα τέρατα φέρνουν στην επιφάνεια έναν συνδυασμό γοητείας και αποστροφής, και κατ’ επέκταση έναν ισχυρό ερωτισμό. Ένα από τα πιο όμορφα πλάσματα που έχει δημιουργηθεί για τον κινηματογράφο είναι ο Darkness, ο τεράστιος κόκκινος διάβολος στο Legend του Ridley Scott (ένας ακόμα Βρετανός). Όπως το έχω φανταστεί, το Τέρας, όπως και ο Darkness, πρέπει να έχουν κάτι από υπέρ ήρωα. Πάντα θεωρούσα το τέρας ως το ενδιάμεσο βήμα ανάμεσα στους θνητούς και τον Θεό. Με αυτή την έννοια, είναι μυθικά πλάσματα σαν τους κύκλωπες, τους τιτάνες, ή ολόκληρο το πάνθεον της κλασικής μυθολογίας. Προσπάθησα να κάνω το τέρας ένα μεγαλοπρεπή αλλά και σπαρακτικό πλάσμα. Προφανώς, έπρεπε να είναι ένα σαγηνευτικό πλάσμα από μόνος του, καθώς η κεντρική πλοκή απαιτεί από την Belle να τον ερωτευτεί για την προσωπικότητα του, για την ευγένεια του αλλά και για τη σωματική του διάπλαση. Ό,τι του λείπει σε εμφάνιση το αναπληρώνει με το στυλ ντυσίματος του, την ομιλία του και την κίνηση. Το καθετί πάνω του σηματοδοτεί απόλυτο έλεγχο των χειρονομιών και του ύφους του. Ο Vincent Cassel που ξεκίνησε την καριέρα του σπουδάζοντας παντομίμα, διαθέτει τα προσόντα για να αποδώσει τον ρόλο με τη φυσική χάρη που απαιτεί η περίσταση.
Πώς τον μεταμορφώσατε;
Τον υποβάλαμε σε μια ασυνήθιστη διαδικασία. Χρειάστηκε καιρό για να το συνηθίσει και δεν ήταν ιδιαίτερα ενθουσιασμένος στην αρχή (γελάει)! Η ερμηνεία του καταγράφηκε σε δύο φάσεις. Στο γύρισμα, φορούσε το κοστούμι και έπαιζε απέναντι από τη Lea. Ένα μήνα αργότερα έπρεπε να ξανακάνει γύρισμα μπροστά σε πολλές κάμερες, χωρίς να κουνιέται, όπως χρειάστηκε να κάνει ο Brad Pitt στην Απίστευτη Ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον. Αυτό το υλικό εφαρμόστηκε αργότερα στη μάσκα που σχεδιάστηκε ειδικά για την ταινία. Θέλω να τονίσω ότι η μάσκα δεν ήταν ψηφιακή, αλλά ένα φυσικό αντικείμενο που δημιουργήθηκε από ανθρώπους που πέρασαν εκατοντάδες ώρες να φυτεύουν την κάθε τρίχα ξεχωριστά. Η μάσκα σαρώθηκε ηλεκτρονικά σε υψηλή ανάλυση και μετά συνδυάστηκε με τα πλάνα του Vincent. Έτσι, ο ηθοποιός δεν χρειάστηκε να ξυπνάει από τις 3 το πρωί για να τον παστώνουν με κόλλα. Στο γύρισμα, ο Vincent φορούσε ένα κράνος χόκεϊ με σημάδια, το οποίο άφηνε εκτεθειμένο μόνο ένα μέρος του προσώπου από τα φρύδια μέχρι το πηγούνι του. Ή φορούσε τη χαίτη Τέρατος. Η προεξοχή του κράνους μας επέτρεπε μεταξύ άλλων να θυμόμαστε συνεχώς που βρισκόταν τα χείλη του Τέρατος, τα οποία απείχαν 3 με 4 εκατοστά πιο έξω από το στόμα του Vincent. Αυτή η πληροφορία ήταν κρίσιμη, όταν για παράδειγμα η Belle και το Τέρας φιλιούνται. Κατά τα άλλα, η διαδικασία ήταν πολύ άμεση. Ο Vincent εμφανιζόταν, φορούσε το ειδικό λάτεξ κοστούμι του, πάνω από το κανονικό του κοστούμι, το κράνος και ήμασταν έτοιμοι για γύρισμα. Αυτή η λύση μας εξοικονόμησε πολύ χρόνο. Η ταινία γυρίστηκε σε 57 μέρες, το οποίο είναι μικρό χρονικό διάστημα.
Πώς προσαρμόστηκαν οι ηθοποιοί στο green screen;
Ο ηθοποιός είναι στο επίκεντρο της όλης διαδικασίας. Πρέπει να κάνει το κοινό να φανταστεί ανοιχτό ορίζοντα, γρασίδι, δέντρα, τον ήλιο που περνάει μέσα από τα κλαδιά και όλα όσα θα προστεθούν σε μετέπειτα φάση. Το γύρισμα σε green screen δεν διαφέρει και πολύ από το παίξιμο στη σκηνή. Και εκεί ο ηθοποιός πρέπει να μας βοηθήσει να νιώσουμε ακόμα και αυτό που δεν αναπαρίσταται. Όταν ήρθε η Lea στην ταινία, ανακαλύψαμε ότι έχει μια φυσική επιθυμία να ερμηνεύει έχοντας στο μυαλό της τα ειδικά εφέ. Κυκλοφορούσε στο σκηνικό, κατά το ήμισυ φυσικό και κατά το ήμισυ εικονικό, με μια άνεση που μας άφησε άφωνους. Συχνά οι ηθοποιοί χρειάζονται χρόνο για να εξοικειωθούν. Για παράδειγμα ο Vincent ήρθε στο πλατό, άλλαξε τη φωνή του, την εκφορά του και δοκίμασε διαφορετική γλώσσα σώματος. Αλλά η Lea ήταν στο στοιχείο της από την πρώτη στιγμή, δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Στην πραγματικότητα, η συνεργασία μου μαζί της έμοιαζε με μουσική: «σε αυτή τη σκηνή, παίξ΄το πιο δυνατά, σε αυτή πιο απαλά…».
Συνέντευξη με τον Vincent Cassel
Ποια δικά σας στοιχεία δανείσατε στον χαρακτήρα;
Ήταν μια ασυνήθιστη κατάσταση. Η αλήθεια είναι ότι είχα μηδενικό έλεγχο στον χαρακτήρα μου! Ναι, είχαμε συζητήσει για την εμφάνιση του, ποια χαρακτηριστικά θα έπαιρνε από εμένα και μέχρι ποιού σημείου κοκ. Αλλά, σταδιακά, καθώς η ταινία ξεκίνησε και μέχρι να εμφανιστώ στο πλατό, συνειδητοποίησα ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως ακριβώς μου τα είχαν πει, και κυρίως, όπως τα είχα φανταστεί. Μου είχαν πει: «Θα είναι σαν το Avatar, με μια μικρή κάμερα μπροστά, και αυτό είναι όλο, εσύ παίζεις και εμείς σε γράφουμε». Στην πραγματικότητα, καμία σχέση. Οι τεχνολογικές πρόοδοι που είχαν γίνει με το Avatar ήταν ξεπερασμένες και μεγάλος μέρος της δουλειάς έγινε ψηφιακά. Οπότε ό,τι έκανα στο πλατό σε σχέση με αισθήματα και ερμηνεία, αν δεν το σωματοποιούσα, δεν καταγραφόνταν! Μόλις άρχισα να το χωνεύω αυτό, μου είπαν: «Θα το κάνουμε όπως στην Απίστευτη Ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον, με φωσφορίζουσα κρέμα στο πρόσωπο σου, με 80 HD κάμερες, 100,000 σημεία αναφοράς στο πρόσωπο σου». Είναι καλύτερα από τις 70 κάμερες ή όσες είχαν στο Avatar. Τι μπορούσα να πω; Ναι! Καιρό μετά το γύρισμα, όταν έπρεπε να πάμε στο Σαν Φρανσίσκο για να κάνουμε το πρόσωπο του Τέρατος, το οποίο εκπροσωπεί το 80% της ερμηνείας, συνειδητοποιήσαμε ότι η Contour, η εταιρία που είχε το λογισμικό είχε κλείσει, γιατί εντωμεταξύ η τεχνολογία είχε προχωρήσει και τα πράγματα ήταν πιο εύκολα. Δεν χρειαζόμασταν πια 80 κάμερες, αλλά μόνο 6. Δεν υπήρχε ανάγκη να φοράω κρέμα στο πρόσωπο μου και αντί για έναν τεράστιο υπολογιστή που ήταν αδύνατο να τον μεταφέρουμε, μπορούσαμε να δουλέψουμε συνδεδεμένοι με ένα μηχάνημα που βρισκόταν στον Καναδά. Οπότε τι λες σε αυτή την περίπτωση; Προσαρμόζεσαι! Οπότε έκανα αυτό που έπρεπε. Και μόλις άρχισα να κάνω τις εκφράσεις του Τέρατος, γνώριζα ότι 250 άνθρωποι θα δούλευαν πάνω σε αυτές, στα φρύδια μου, στα μάτια μου, το μήκος των δοντιών μου, την πυκνότητα των μαλλιών μου, στις σκιές. Από κάποιο σημείο και πέρα απλώς παραχωρείς τον έλεγχο και λες «Οκ, παιδιά… Βασίζομαι πάνω σας!».
Πέρα όμως από την τεχνολογική επέμβαση, ποιος ήταν ο χαρακτήρας που υποδυθήκατε;
Αυτό που βρήκα ενδιαφέρον ήταν ότι, πριν να μεταμορφωθεί σε Τέρας, ο Πρίγκιπας ήταν μάλλον κάθαρμα. Ήταν αλαζονικός, κυνηγούσε την εξουσία, ήταν μνησίκακος και είχε πάθει εμμονή με την ιδέα να σκοτώσει ένα χρυσό ελάφι, το πιο όμορφο ζώο της περιοχής. Ήταν κυνηγός, έπρεπε να σκοτώσει αυτό το ζώο, παρόλο που η γυναίκα του ζήτησε να μην το κάνει. Υποσχέθηκε πως δεν θα το κάνει, αλλά τελικά το σκότωσε. Έτσι, κατέληξε να χάσει ό,τι αγαπάει και να τον κατατρώει η πικρία. Μετατράπηκε σε ένα πικρόχολο, μοναχικό τέρας, καταδικασμένο να μετανιώνει αιώνια. Αυτός ο άνθρωπος που είναι απομονωμένος τελικά βρίσκει την αγάπη και με κάποια έννοια κερδίζει μια δεύτερη ευκαιρία. Αυτός ήταν ό ρόλος μου λοιπόν. Ένα κάθαρμα που έγινε καλός άνθρωπος.
Πώς ήταν η συνεργασία με τη Lea;
Φανταστική, αλλά δεν υπήρχε και κανένας λόγος να μην είναι ούτως ή άλλως. Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί μου φάνηκε καλή ιδέα, αλλά η Lea σε αυτόν τον ρόλο… Τη διακρίνει κάτι το αθώο. Μου θυμίζει τη Simone Signoret. Σε λίγες μόλις ταινίες κατάφερε να επιβληθεί με πολύ ξεχωριστό τρόπο, και παρά την ανόητη αντιπαράθεση γύρω από τη Ζωή της Αντέλ, είναι ικανή για τα πάντα. Έχει ήδη επιτύχει να κάνει το όνομα της γνωστό και εκτός Γαλλίας και να καταφέρει πολλά. Η αντίδραση του κοινού στο τρέιλερ το επιβεβαίωσε αυτό.
Κάνατε κάτι σε αυτή την ταινία που δεν είχατε ξανακάνει;
Εμπιστεύτηκα τους άλλους απόλυτα! Ήταν αναγκαίο να παραδώσω τη δουλειά μου σε χέρια άλλων. Αυτό ισχύει για όλες τις ταινίες μέχρι κάποιο σημείο, γιατί στο μοντάζ πολλά πράγματα μπορεί να αλλάξουν, αλλά σε σχέση με τα συναισθήματα, τις προθέσεις, ο ηθοποιός έχει πάντα ένα έντονο αποτύπωμα. Σε αυτή την ταινία, όχι. Είχα αφεθεί στα χέρια ανθρώπων που δεν ήξερα. Αλλά αυτή ήταν η συμφωνία και πιστεύω ότι η ταινία είναι απίθανη.
Συνέντευξη με τη Lea Seydoux
Πώς αντιδράσατε όταν σας πρότειναν να παίξετε την Πεντάμορφη;
Κολακεύτηκα πολύ και αμέσως σκέφτηκα ότι αυτή η ταινία μου κάνει.
Βοήθησε και το γεγονός ότι συμμετείχε και ο Vincent Cassel στον ρόλο του Τέρατος;
Ναι. Αλλά αυτό που με κινητοποίησε περισσότερο ήταν ότι αυτό το παραμύθι ήταν μεγάλη έμπνευση για μένα. Όταν ήμουν μικρή, είχα δει πολλές φορές την ταινία του Cocteau. Διάβαζα παραμύθια, έβλεπα ταινίες της Disney, όπως για παράδειγμα την Ωραία Κοιμωμένη και τη Σταχτοπούτα. Οπότε μπορούσα πραγματικά να συνδεθώ.
Με ποιους χαρακτήρες συγκεκριμένα;
Αισθάνομαι πιο οικεία με τη Σταχτοπούτα και την Ωραία Κοιμωμένη. Η Belle είναι διαφορετική. Έχασε τη μητέρα της και ζει με τον πατέρα της. Ο χαρακτήρας της έχει για εμένα την περισσότερη μαγεία. Ακόμα είμαι συνεπαρμένη από την ομορφιά και τον πλούτο της ταινίας του Cocteau.
Προφανώς δεν είχατε πρόβλημα να προσαρμοστείτε στον κόσμο αυτό…
Αισθάνθηκα πολύ άνετα, γιατί είναι κοντά σε εμένα. Όταν ήμουν παιδί, τα παραμύθια με άγγιζαν πολύ. Η δυνατότητα να αλλάζεις τη μοίρα σου, να έχεις τον έλεγχο του πεπρωμένου σου, να κάνεις τις επιλογές σου. Τώρα πια, μου αρέσει να διηγούμαι αυτές τις ιστορίες στα ανίψια μου. Είναι υπέροχες για τα παιδιά, αλλά και οι μεγαλύτεροι μπορούν να βρουν νόημα στις μεταφορές τους και στην ψυχολογία των χαρακτήρων.
Αναφέρεσαι στις αλλαγές της Πεντάμορφης αφού γνωρίσει το Τέρας;
Φυσικά. Είναι η ιστορία μιας νεαρής κοπέλας που φεύγει από το σπίτι της για να βρει την αγάπη.
Πώς ήταν η συνεργασία με τον Vincent;
Ήταν υπέροχη, παρόλο που προφανώς ήμουν και λίγο τρομαγμένη. Ο Vincent είναι απειλητικός. Στην αρχή, κατά κύριο λόγο προσπαθούσα να μη γελάω. Χρειάστηκε πολλή προσπάθεια να είμαι σοβαρή κάθε φορά που τον έβλεπα. Φορούσε το απίστευτο κοστούμι του, αλλά στη θέση του προσώπου του Τέρατος, έβλεπα το πρόσωπο του Vincent με μικρά σημαδάκια παντού, ενώ φορούσε έναν πράσινο σκούφο. Και έπρεπε να φαντάζομαι ένα τρομαχτικό τέρας. Ήξερα πώς θα έμοιαζε το Τέρας, γιατί η μάσκα είχε ήδη κατασκευαστεί. Τον έβλεπα να ιδρώνει, γιατί το κοστούμι του ήταν πολύ ζεστό. Μου είπε ότι έχασε δέκα κιλά στο γύρισμα.
Ποια ήταν η αίσθηση που έβγαζαν τα σκηνικά;
Κάποια ήταν πραγματικά πανέμορφα, όπως η τραπεζαρία ή το δωμάτιο της Πεντάμορφης, αλλά συχνά γυρίζαμε σε green screen, οπότε έπρεπε να επιστρατεύσουμε τη φαντασία μας. Όταν είδα μερικά πλάνα με ειδικά εφέ, ήμουν έκπληκτη. Είχα ξεχάσει ότι θα είχαμε εφέ.
Τι αποκομίσατε από την εμπειρία;
Δεν είναι πάντα εύκολο όταν επεμβαίνει η τεχνολογία, γιατί περιορίζεται η ελευθερία έκφρασης του ηθοποιού. Αλλά το πιο δύσκολο κομμάτι ήταν όταν δεν βλέπαμε το φως του ήλιου για τρεις μήνες. Κάναμε γύρισμα κοντά στο Βερολίνο χειμωνιάτικα και είχαμε μόνο τέσσερις ώρες ήλιου την ημέρα. Και όλο το γύρισμα γινόταν σε πλατό. Υπήρχε καπνός, εντυπωσιακά κοστούμια, γερανοί και εξοπλισμός παντού. Σωματικά χρειάστηκε πολλή προσπάθεια, αλλά πνευματικά ήταν υπέροχα. Τα πήγαμε πολύ καλά. Και ήμουν πολύ συντονισμένη με τον σκηνοθέτη. Ήμασταν μια δυνατή ομάδα. Η εμπειρία ήταν πολύ ευχάριστη. Αν έπρεπε να τα ξανακάνω όλα από την αρχή, θα ήμουν ενθουσιασμένη.