Παίζοντας σκάκι στην κεντρική πλατεία της Ουάσιγκτον, ο Kubrick γνώρισε τον παραγωγό James B. Harris, ο οποίος κι αναζητούσε ένα νέο σκηνοθετικό ταλέντο. Η συνάντηση ακολουθήθηκε από αμοιβαία συμπάθεια και συμφωνία, και το 1955 ιδρύθηκε η Harris-Kubrick Pictures Corporation (με τους δυο να συνεργάζονται εντέλει για τα επόμενα δέκα χρόνια). Ακολούθως ο παραγωγός απέσπασε από τη United Artists το μυθιστόρημα του Lionel White (για 10 χιλιάδες δολάρια), κι ενώ το στούντιο το προόριζε για τον Frank Sinatra. Υπό την υπόδειξη του Kubrick προσλήφθηκε για το σενάριο ο νοβελίστας Jim Thompson, με τη United Artists να συμφωνεί να παρέχει τη χρηματοδότηση αρκεί να βρίσκονταν κάποιος διάσημος για τον πρώτο ρόλο. Αυτός που βρέθηκε, ο Sterling Hayden, δεν ήταν το όνομα που ήθελε να ακούσει το στούντιο, παρέχοντας έτσι μόνο 200 χιλιάδες δολάρια. Για τα υπόλοιπα, ο Harris έβαλε 80 χιλιάδες από την τσέπη του, και πήρε δάνειο 50 χιλιάδων από τον πατέρα του.
Ο Kubrick επέλεξε το καστ του μέσα από νουάρ ταινίες που του είχαν κάνει εντύπωση.
Η συνδικαλιστική ένωση κινηματογραφιστών του Χόλιγουντ δεν επέτρεψε στον Kubrick να είναι ταυτόχρονα σκηνοθέτης και διευθυντής φωτογραφίας, αναγκάζοντας έτσι στην πρόσληψη του βετεράνου Lucien Ballard. Οι δυο τους όμως δεν τα πήγαν διόλου καλά επί των γυρισμάτων.
Πριν καταλήξουν στον οριστικό τίτλο, υποψήφιοι ήταν το Clean Break και το Bed of Fear.
Τελευταία εξολοκλήρου γυρισμένη στις ΗΠΑ ταινία για τον Kubrick. Μόνο τα εσωτερικά του Σπάρτακου θα γυριστούν πλέον εκεί.
Οι αρχικές κριτικές έκλειναν προς το θετικό, αλλά τα ταμεία ήταν στο μείον, με την ταινία να μην έχει καλή διανομή. Αυτό που μπέρδεψε περισσότερο κριτικούς και κοινό ήταν η μη γραμμική αφήγηση. Με το πέρασμα όμως του χρόνου, η ταινία θεωρείται πλέον ένα από τα κλασικότερα νουάρ.
Κεντρική πηγή έμπνευσης για τον Quentin Tarantino, και ιδιαίτερα τις πρώτες του ταινίες.
Η Criterion Collection ανέλαβε την πρώτη ψηφιακή αποκατάσταση του φιλμ, ενώ το 2022 ακολούθησε η Kino Lorber, αυτή τη φορά σε 4K και κατευθείαν από τα αρχικά αρνητικά.