Υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, πρώτου γυναικείου ρόλου (Barbara Stanwyck), διασκευασμένου σεναρίου, μουσικής (δράμα/κωμωδία), φωτογραφίας και ήχου.
Το μυθιστόρημα του James M. Cain εμφανίστηκε εν είδει σίριαλ 8 επεισοδίων στο περιοδικό Liberty το 1936, πριν το 1943 όπου εκδόθηκε αυτόνομα. Αυτό με τη σειρά του είχε βασιστεί στην αληθινή υπόθεση φόνου του Albert Snyder, που έλαβε χώρα στη Νέα Υόρκη το 1927. Η πρωτοσέλιδη φωτογραφία της εκτέλεσης του Snyder σε ηλεκτρική καρέκλα καθιερώθηκε ως η διασημότερη φωτογραφία της δεκαετίας του 1920 για τις ΗΠΑ.
Με αυτό το πρότυπο φιλμ νουάρ καθιερώθηκε ο Billy Wilder ως ένα από τα σημαντικότερα νέα ονόματα του χώρου, κι ενώ είχε ήδη ξεχωρίσει με τα σενάρια του. Κάποιοι μάλιστα επιμένουν ότι σε αυτό το φιλμ οριστικοποιήθηκαν τα στάνταρ ενός φιλμ νουάρ.
Ο Wilder θεωρούσε αυτή την ταινία ως αγαπημένη του από όσες δημιούργησε, αναφερόμενος στα λιγότερα δυνατά λάθη που έγιναν τόσο επί του σεναρίου όσο και επί των γυρισμάτων. Είναι και ανάμεσα στις δύο πιο περήφανες στιγμές του το γεγονός ότι έλαβε τις επευφημίες από τον ίδιο τον James M. Cain, πλάι σε αυτές που θα πάρει από την Agatha Christie για το Μάρτυς Κατηγορίας (1957).
Άμεσα με την εμφάνιση του έργου το 1936, διάφορα στούντιο πόνταραν για να το αποκτήσουν. Οι MGM, Warner Bros., Paramount, 20th Century-Fox και Columbia αποχώρησαν της διαδικασίας, όταν ο λογοκριτής Joseph Breen του διαβόητου γραφείου Χέιζ έστειλε υπόμνημα που προειδοποιούσε για άπρεπο θέαμα. Οχτώ χρόνια μετά η Paramount τόλμησε να το αγοράσει, και το έστειλε για επανεξέταση στο γραφείο Χέιζ, παίρνοντας πανόμοια απάντηση. Παρόλα αυτά, αποφάσισαν να το βάλουν μπρος, και το σενάριο εντέλει πήρε έγκριση με λίγες μόνο ενστάσεις περί οπτικοποίσης της βίας.
Ο Billy Wilder αναγκάστηκε να δουλέψει το σενάριο δίχως τον μόνιμο συνεργάτη του, Charles Brackett, μια κι εκείνος αρνούνταν να εργαστεί πάνω σε ένα τέτοιο υλικό που δεν θεωρούσε ηθικό. Η άμεση λύση ήταν να αντικατασταθεί με τον ίδιο τον James M. Cain, αλλά εκείνος ήταν απασχολημένος με άλλο στούντιο (αν και ο ίδιος αργότερα δήλωσε πως δεν του ζητήθηκε ποτέ), με τον παραγωγό Joseph Sistrom να αντιπροτείνει τον Raymond Chandler, συγγραφέα του The Big Sleep. Το πρόβλημα ήταν πως ο Chandler ήταν αλκοολικός, και χρειάστηκε πρώτα να μπει στη θέση του για να μπορέσει να συνεργαστεί. Σε κάποιο σημείο μάλιστα παραιτήθηκε, αλλά ο Wilder επέμεινε σε αυτόν θαυμάζοντας τον τρόπο που διαχειρίζονταν τις λέξεις.
Ενώ η Barbara Stanwyck, η πιο ακριβοπληρωμένη τότε γυναίκα στις ΗΠΑ, ήταν η πρώτη επιλογή για τη Φίλις και είπε το ναι έστω και διστακτικά, τον ρόλο του Γουόλτερ αρνήθηκαν διαδοχικά οι Alan Ladd, James Cagney, Spencer Tracy, Gregory Peck και Fredric March. Μόνο όταν ο Wilder αποφάσισε να μην αναζητά πλέον κάποιον “κυνικό” για τον ρόλο, βρέθηκε ο Fred MacMurray, γνωστός ως το “καλό παιδί” σε ελαφριές κωμωδίες. Βέβαια ο MacMurray επέμεινε στον σκηνοθέτη ότι δεν ήταν ικανός για σοβαρή ερμηνεία και πως έκανε ένα μεγάλο λάθος.
Η Barbara Stanwyck φοράει περούκα καθ’ όλη την ταινία, κάτι που ο Billy Wilder μετάνιωσε όταν πλέον ήταν αργά. Η ιδέα της ύπαρξης της περούκας ήταν για να μοιάζει ψεύτικη, ώστε να τονιστεί η λαγνεία αντί της αγάπης ανάμεσα στο κεντρικό ζευγάρι.
Πατώντας πάνω στην εμπειρία του John F. Seitz από την εποχή του βωβού, ο Wilder ανέτρεξε στις βερολινέζικες ρίζες του και μαζί επέβαλαν μια εικόνα που παράπεμπε σε γερμανικό εξπρεσιονισμό, με πλήρη ανάπτυξη των φωτοσκιάσεων. Μια άλλη τεχνική που ενεργοποίησαν ήταν αυτή του “βενετικού τυφλού”, σύμφωνα με έναν τύπο παραθύρου με στόρια, που δημιουργούσε μέσω σκιάς μια εικόνα κάγκελων φυλακής μπροστά από τους χαρακτήρες.
Παρά την επίθεση που δέχτηκε η ταινία περί των ηθών της από τη δημοφιλή ραδιοφωνική τραγουδίστρια Kate Smith, η επιτυχία στο κοινό ήταν άμεση και επέφερε κέρδη στα ταμεία. Παρόμοια υψηλή ήταν και η απήχηση από πλευράς κριτικής, αν και την εξαιρετικά υψηλή φήμη της την απέκτησε από τη δεκαετία του 1970 και μετά.
Ο Wilder παραβρέθηκε στην οσκαρική απονομή πιστεύοντας βαθιά πως η ταινία του θα επικρατούσε. Όταν όμως έχανε το ένα βραβείο μετά το άλλο, αντιλήφθηκε ότι η ακαδημία δεν ήταν υπέρ του. Νευριασμένος, έβαλε τρικλοποδιά στον Leo McCarey όταν ανέβαινε για να παραλάβει το βραβείο σκηνοθεσίας, και μετά από την απονομή ακούστηκε να φωνάζει υποτιμητικά σχόλια για τα Όσκαρ (“Τι σημαίνει άλλωστε το Όσκαρ, για όνομα του Θεού; Εδώ το κέρδισε δύο φορές η Luise Rainer”). Την επόμενη ακριβώς χρονιά ήταν αυτός ο μεγάλος νικητής, με το Χαμένο Σαββατοκύριακο…Το 1973 ήρθε ένα ριμέικ για τη μικρή οθόνη, με τον ίδιο τίτλο. Σκηνοθέτης του είναι ο Jack Smight και πρωταγωνιστές οι Richard Crenna, Samantha Eggar και Lee J. Cobb. Κάποιοι εκλαμβάνουν ως ριμέικ και το Έξαψη (1981) του Lawrence Kasdan, κάτι όμως που δεν αφορά κάτι το επίσημο.