Ο στρατιώτης Γιάννης Παπαδόπουλος μετατίθεται από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα στη Διεύθυνση Κινηματογραφίας των Ενόπλων Δυνάμεων στην Αθήνα. Σ’ αυτή την προνομιακή θέση, πολύ κοντά στο σπίτι του, τη σύζυγό του και τις δίδυμες κόρες τους, περνά ευχάριστες μέρες, σκαρώνοντας διάφορες φάρσες με τους συναδέλφους του – μια ομάδα στρατιωτών ενταγμένων στην τότε νεοϊδρυθείσα Υπηρεσία Ενημερώσεως Ενόπλων Δυνάμεων, έναν καινούριο τηλεοπτικό σταθμό, που δημιουργήθηκε για τους πολίτες, αλλά που το προσωπικό του αποτελείτο κυρίως από στρατιώτες, που είχαν προϋπηρεσία στον κινηματογράφο πριν την κατάταξή τους. Ωστόσο, αυτή η τρελή παρέα των φαντάρων καταφέρνει να βγάζει και χρήματα, γυρίζοντας… σεξοταινίες με υλικό του στρατού, ώσπου το πρωινό της 21ης Απριλίου του 1967, το στρατιωτικό πραξικόπημα ενός άλλου Παπαδόπουλου, μόνιμου συνταγματάρχη, έρχεται να τους κόψει τα φτερά.
Η ταινία κατά τον σκηνοθέτη προβάλλει τον στρατό και τον πραξικοπηματικό εκσυγχρονισμό, την τηλεοπτική προπαγάνδα και το κιτς, τα θεμέλια της μεταπολίτευσης και της νέας αστικής τάξης και επιχειρηματικότητας.