Αυτή τη φορά, ο σπουδαίος Αμερικανός σκηνοθέτης αποφασίζει να μας ταξιδέψει ως την πανέμορφη Γαλλική Ριβιέρα της δεκαετίας του 20’, όπου ένας υπερόπτης, πλην ακαταμάχητος, μάγος (Κόλιν Φερθ) έχει βαλθεί να ξεσκεπάσει την απάτη μιας υποτιθέμενης μέντιουμ, της γλυκύτατης Σοφί (Έμα Στόουν).
Ο Κινέζος εξορκιστής Γουέι Λινγκ Σου είναι, χωρίς αμφιβολία, ο πιο διάσημος μάγος της εποχής του και πολύ λίγοι άνθρωποι σ’ αυτόν τον πλανήτη γνωρίζουν πως πίσω από τις μεταμφιέσεις του κρύβεται η διάσημη καλλιτεχνική περσόνα που ακούει στο όνομα Στάνλεϊ Κρόφορντ (Κόλιν Φερθ). Ο Στάνλεϊ είναι ένας ψηλομύτης, ψωνισμένος, γκρινιάρης και αλαζονικός Άγγλος που απεχθάνεται τους απατεώνες πνευματιστές και τα ψεύτικα μέντιουμ. Ένας από τους καλύτερούς του φίλους, ο Χάουαρντ Μπέρκαμ (Σάιμον ΜακΜπέρνι) τον πείθει να φύγει σε αποστολή στην Κυανή Ακτή και συγκεκριμένα στην οικεία της οικογένειας Κάτλιντζ, όπου θα τον υποδεχτούν η μητέρα Γκρέις (Τζάκι Ουίβερ), ο γιος Μπρις (Χάμις Λινκλέιτερ) και η κόρη Κάρολαιν (Έρικα Λέρσεν).
Ο «ήρωάς» μας παρουσιάζεται ως επιχειρηματίας ονόματι Στάνλεϊ Τάπλινγκερ και σκοπός του φυσικά είναι να ξεσκεπάσει τη νεαρή γοητευτική – για τον υπόλοιπο κόσμο μέντιουμ, για τον ίδιο λωποδύτισσα – Σόφι Μπέικερ (Έμα Στόουν), η οποία μένει εκεί με τη μητέρα της (Μάρσια Γκρέι Χέιντεν). Η Σόφι επισκέφτηκε τη βίλα των Κάτλιντζ κατόπιν πρόσκλησης της Γκρέις, η οποία πιστεύει ότι θα μπορούσε να τη βοηθήσει να επικοινωνήσει με το πνεύμα του συζύγου της. Παράλληλα ο νεαρός γιος της Γκρέις δείχνει να έχει χάσει το μυαλό του με την ιδιαίτερη γοητεία της νεαρής Σόφι.
Από την πρώτη του κιόλας συνάντηση με τη Σόφι, ο Στάνλεϊ την απορρίπτει ως μια ασήμαντη νεαρή απατεώνισσα. Δε διστάζει βέβαια να φλυαρήσει αναφορικά με το πόσο εύκολα μπορεί να ξεσκεπάσει την υποτιθέμενη κακοστημένη απάτη της, ενώ την ίδια στιγμή ειρωνεύεται την εύπιστη οικογένεια που πίστεψε ότι μπορεί να την εμπιστευτεί. Προς μεγάλη του έκπληξη όμως, η νεαρή μάντισσα θα τον φέρει γρήγορα σε δύσκολη θέση, καταφέρνοντας κάποιες εντυπωσιακές υπερφυσικές δραστηριότητες, που δεν σηκώνουν καμία λογική εξήγηση - όπως π.χ. να διαβάσει το μυαλό των ανθρώπων.
Ο Στάνλεϊ , ο οποίος από κάποιο σημείο και έπειτα δε μπορεί παρά να παρατηρεί αποσβολωμένος τις μαγικές ιδιότητες της Σόφι, εξομολογείται στην αγαπημένη του θεία Βανέσα (Έιλιν Άτκινς) ότι έχει αρχίσει να αναρωτιέται αν οι υπερφυσικές δυνάμεις της νεαρής, είναι στ’ αλήθεια υπαρκτές – και καθόλα πραγματικές. Γιατί αν υπάρχουν στ’ αλήθεια, τότε ο Στάνλεϊ θα πρέπει να αναθεωρήσει το σύνολο της κοσμοαντίληψής του, αφήνοντας τις βασικές αρχές της κοσμοθεωρίας του να καταρρεύσουν σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.
Αυτό που έρχεται στη συνέχεια, θα είναι μια ακολουθία μαγικών – από κάθε έννοια - γεγονότων, που καταφέρνουν να στείλουν τους χαρακτήρες μας «αδιάβαστους». Και στο τέλος, το μεγαλύτερο τρικ που μας επιφυλάσσει η «Μαγεία στο Σεληνόφως», θα είναι εκείνο που θα μας ξεγελάσει όλους, μηδενός εξαιρουμένου.
Πληροφορίες
Ένα χρόνο μετά τη συγκλονιστική ερμηνεία της Κέιτ Μπλάνσετ στη «Θλιμμένη Τζάσμιν», ο Γούντι Άλεν επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη γεμίζοντας τα καλοκαιρινά μας βράδια με φινέτσα, πάθος, ευφυΐα και απαράμιλλη κινηματογραφική γοητεία.
Λίγα λόγια για την παραγωγή
Ότι ο Γούντι Άλεν γοητευόταν ανέκαθεν από τη μαγεία δεν είναι μυστικό. Ουκ ολίγες φορές έχει αγγίξει υπερφυσικές καταστάσεις στις ταινίες του, από το «Ιστορίες της Νέας Υόρκης» μέχρι το «Scoop», κι από την stand-up comedy περφόρμανς του «The Great Renaldo», μέχρι το θεατρικό του δραματικό έργο «The Floating Lightbulb». Επίσης, υπνωτιστές, χαρτορίχτρες, μέντιουμ και πνευματιστές έχουν περάσει κατά καιρούς από διάφορες καλλιτεχνικές στιγμές του, που είτε λίγο είτε πολύ ήταν πασπαλισμένες με μια δόση τρέλας και αγάπης για το φανταστικό. Εν ολίγοις, ο Γούντι Άλεν δεν έκρυψε ποτέ το πάθος του για το υπερφυσικό.
Τη δεκαετία του 1920, κατά την οποία είναι τοποθετημένη και η ταινία «Μαγεία στο Σεληνόφως», τα πνευματικά μέντιουμ ήταν πάρα πολύ διαδεδομένα. Ο Γούντι Άλεν επισημαίνει ότι «Είχαν ακουστεί πολλά για τα μέντιουμ εκείνης της εποχής. Κάποιοι πολύ διάσημοι άνθρωποι τότε, όπως ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ (υπεύθυνος για τη δημιουργία της περσόνας του Σέρλοκ Χολμς), ας πούμε, τα παίρνανε πολύ στα σοβαρά. Υπήρχαν πολλών ειδών περιστατικά, όπως οι φωτογραφίες με πνεύματα, για παράδειγμα, που έκαναν τους ανθρώπους να απορούν και να αναρωτιούνται. Οι πνευματιστικές συγκεντρώσεις, κατά τις οποίες μια ομάδα ανθρώπων προσπαθούσε να έρθει σε επαφή με το πνεύμα ενός ανθρώπου μέσω της βοήθειας ενός μέντιουμ, ήταν πολύ συχνές.».
Ο καλύτερος μάγος της εποχής, δεν ήταν άλλος φυσικά από τον σπουδαίο Χάρι Χουντίνι, ο οποίος παρίστατο σε αρκετές πνευματιστικές συγκεντρώσεις ξεσκεπάζοντας κάθε διορατικό ψεύτο-μάντη που συναντούσε. Ο μεγάλος Χουντίνι ωστόσο δεν είχε αυτοσκοπό την αποκάλυψη της απάτης, αλλά παρακολουθούσε τις «συνεδρίες» με την κρυφή ελπίδα της επικοινωνίας με τις ψυχές των νεκρών ανθρώπων. Το τεράστιο ποσοστό των απατεώνων που συνάντησε στη ζωή του τον απογοήτευσε αρκετά, ωστόσο ακόμη κι αυτό δε στάθηκε ικανό να λυγίσει τη δίψα του για επικοινωνία με το υπερφυσικό και την ελπίδα του για ανακάλυψη στοιχείων που θα αποδείκνυαν την ύπαρξη ζωής μετά θάνατον.
Ο κεντρικός μας ήρωας, Στάνλεϊ Κρόφορντ, από την άλλη είναι ακριβώς το αντίθετο του Χουντίνι. Ένας διάσημος, μεν, μάγος που παρουσιάζει το σόου του μεταμφιεσμένος ως Κινέζος εξορκιστής Γουέι Λινγκ Σου, ο Στάνλεϊ απορρίπτει κάθετα την πιθανότητα της ζωής μετά θάνατον. «Πρόκειται για έναν ευφυή, επιστημονικά καταρτισμένο και λογικό άνθρωπο, που δεν μπορεί να δεχτεί τους απατεώνες, οι οποίοι με δόλια μέσα προσπαθούν να ξεγελάσουν το κοινωνικό σύνολο», αναφέρει ο Γούντι Άλεν. Ο Κόλιν Φέρθ, ο οποίος θεωρεί ότι ο ίδιος δεν θα συμπεριφερόταν ποτέ όπως ο Στάνλεϊ, βλέπει τον χαρακτήρα του ως «Υπερόπτη, επικριτικό, κυνικό και αλαζόνα με εξωφρενικά μεγάλη ιδέα για το άτομό του. Ως ειδικός στην τέχνη της ψευδαίσθησης ψάχνει αναλυτικά οτιδήποτε έχει να κάνει με τη δουλειά του, ωστόσο δε μπορεί να σταματήσει να υπερηφανεύεται και να κομπορρημονεί για την ικανότητά του να αποκαλύπτει υποτιθέμενους απατεώνες πνευματιστές.».
Προερχόμενος από την βρετανική ελίτ της εποχής και όντας ο ίδιος αρκετά σπουδαγμένος, ο Στάνλεϊ δε θα μπορούσε ποτέ να επιτρέψει στον εαυτό του να εντυπωσιαστεί από μια μικρή, φτωχή, αμερικανίδα και τη μητέρα της. «Την προκαλεί ασταμάτητα, όμως εκείνη έχει τον τρόπο να τον εκπλήσσει κάθε φορά. Κι αυτό είναι που της δίνει δύναμη. Επίσης τον βρίσκει και κομματάκι γοητευτικό οπότε ενεργοποιείται και ένα είδος σχολικών φλερτ-αντανακλαστικών στην όλη υπόθεση», αναφέρει η Έμα Στόουν.
Η Σόφι και η μητέρα της έχουν καταφέρει να εγκατασταθούν στο κάστρο των Κάτλεντζ, επειδή η μητέρα Γκρέις (Τζάκι Ουίβερ) είναι πραγματικά απεγνωσμένη προκειμένου να καταφέρει να έρθει σε επαφή με τον πρώην σύζυγό της. Η Τζάκι Ουίβερ περιγράφει την Γκρέις ως αφελή αλλά ιδιαιτέρως εγκάρδια, ως άνθρωπο που πιστεύει πως «Πρέπει να υπάρχει κάτι παραπάνω από αυτό που μπορούμε να δούμε με τα μάτια μας». Φυσικά δε μπορεί να υπάρξει πιο εύκολος στόχος από έναν αφελή και συναισθηματικά ευάλωτο άνθρωπο και η Σοφί με τη μητέρα της βλέπουν σ’ αυτό μια εκπληκτική προοπτική, για να αποσπάσουν κονδύλια που θα χρηματοδοτήσουν το νεοσύστατο «ίδρυμά τους». Άλλωστε δεν είναι και πολύ δύσκολο, μιας και η Σοφί έχει τη δυνατότητα να μιλά κατευθείαν στο εσωτερικό και να γοητεύει, σχεδόν να καθηλώνει, την ψυχή των ανθρώπων γύρω της.
Αυτός είναι βέβαια και ο λόγος που μαγνητίζει την προσοχή των υπολοίπων, μέσα σ’ αυτούς και του γιου Μπρίς. «Αυτός είναι πρόθυμος να της χαρίσει τη γη και τ’ αστέρια, αν του τα ζητήσει», προσθέτει ο Χάμις Λινκλέιτερ, και συνεχίζει: «Δεν τον γοητεύει τόσο η ιδιότητα του μέντιουμ – αν και η μητέρα του θα την ενέκρινε και με κλειστά τα μάτια λόγω αυτού και μόνο – εκείνος απλά την αγαπάει με όλο του το είναι και θέλει απεγνωσμένα να είναι μαζί της.». Ο Γούντι Άλεν από τη σκοπιά του βέβαια συμπληρώνει πως «Ο Μπρίς δεν είναι κανένας κακός άνθρωπος, απλά δεν είναι και κανένας σπουδαίος τύπος. Η οικονομική ευρωστία που θα μπορούσε να παράσχει όμως στη Σοφί και τη μητέρα της είναι πολύ σημαντικό αβαντάζ για εκείνη την περίοδο.»
Όπως σε όλες του τις ταινίες, έτσι και στη συγκεκριμένη, ο Γούντι Άλεν επιστρατεύει μεγάλα πλάνα με μακρείς διαλόγους και μια υπέροχη, μαγική κίνηση της κάμερας η οποία περνάει μέσα από το βαθύτερο εγώ των χαρακτήρων του. Η σφραγίδα της ευφυούς προσέγγισης και του μοναδικού του χιούμορ αποτελεί για άλλη μια φορά αδιαμφισβήτητη εγγύηση για το πιο πολυαναμενόμενο, κωμικό, κινηματογραφικό γεγονός της χρονιάς.