Υπόθεση
Επιστημονική Φαντασία
Κωμωδία
Τέσσερις καθημερινοί τύποι που μένουν στα προάστια, ενώνονται προκειμένου να σχηματίσουν μια ομάδα νυχτερινής επιτήρησης στη γειτονιά τους - αυτό όμως είναι μόνο το πρόσχημα για να ξεφεύγουν από τις πληκτικές ζωές τους. Μέχρι που ανακαλύπτουν πως η πόλη τους έχει κυριευθεί από εξωγήινους, και η μόνη επιλογή που τους μένει είναι να σώσουν τη γειτονιά τους (και τον κόσμο) από την ολοκληρωτική καταστροφή.
Πληροφορίες
Ο Ακίβα Σάφερ, ένας ειδικός του βιτριολικού χιούμορ του “Saturday Night Live”, σκηνοθετεί τους πιο καυτούς αμερικανικούς κωμικούς, τους Μπεν Στίλερ (“Night at the Museum”, “Zoolander”), Βινς Βον (“Wedding Crashers”), Τζόνα Χιλ (“Moneyball”, “21 Jump Street”) και Ρίτσαρντ Αγιοάντε, σε μια ανορθόδοξη sci-fi κωμωδία.
Λίγα λόγια για την Παραγωγή
Το μοναδικό στοιχείο που είναι πιο επικίνδυνο για τους καλούς πολίτες των προαστίων του Γκλένβιου, πέρα από την εξωγήινη απειλή που σχεδιάζει να τους καταστρέψει, δεν είναι παρά οι τέσσερις τύποι που προσπαθούν να τους σώσουν. Γνωρίστε τους γείτονες σε περιπολία: τον Έβαν (Μπεν Στίλερ) με την έντονη κοινωνική συνείδηση, τον χαβαλετζή οικογενειάρχη Μπομπ (Βινς Βον), τον «βρωμόστομο» και απρόβλεπτο Φράνκλιν (Τζόνα Χίλ), και τον χωρισμένο Τζαμάρκους (Ρίτσαρντ Αγιοάντε), που το μόνο που ψάχνει είναι η αγάπη.
Γκλένβιου – Οχάιο – ΗΠΑ- Πλανήτης Γη.
Σ’ αυτή τη φαινομενικά φιλήσυχη και γαλήνια γειτονιά, ο Έβαν, ο Μπομπ, ο Φράνκλιν και ο Τζαμάρκους αποφασίζουν να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να περιφρουρήσουν την κοινότητά τους, ενώ ταυτόχρονα απολαμβάνουν τα προνόμια της ιδιότητάς ως φρουροί της γειτονιάς: πίνουν μπίρες, χαζολογάνε, και γενικά φέρονται σαν άντρες. Δυστυχώς όμως, παρά τα κομψά τους μπουφάν (ή μήπως ακριβώς εξαιτίας τους;) με τα περήφανα φτερά αετού και την τιγροκεφαλή – καλύτερα μη ρωτάτε – η τετράδα δε χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης από τους γείτονες. Τα παιδάκια της γειτονιάς τους πετάνε αυγά και οι μπάτσοι τους παίρνουν συνέχεια στο ψιλό…
Όταν όμως στη διάρκεια μιας περιπολίας, το αυτοκίνητο των τεσσάρων φίλων χτυπήσει κάτι που αφήνει πίσω του ίχνη πράσινης γλίτσας και κάποιο είδος πλοκαμιού, και όταν βρίσκουν ένα μαραφέτι που μοιάζει με απλή μπάλα του μπόουλινγκ αλλά εκπέμπει δέσμες ενέργειας, τότε μόνο συνειδητοποιούν πως η μικρή τους ομάδα έχει πέσει πάνω σε κάτι πολύ χειρότερο απ’ το χειρότερο κλέφτη ή εγκληματία.
«Όταν σχημάτισαν αυτή την ομάδα, οι τύποι σκέφτηκαν, οκέι, μπορεί να βρεθούν αντιμέτωποι με μερικές κάπως περίεργες καταστάσεις στη γειτονιά: κάνα διαρρήκτη, κανέναν επιδειξία… Ξαφνικά όμως αντιλαμβάνονται ότι έχουν μπροστά τους κάτι πραγματικά απίστευτο», εξηγεί ο παραγωγός Σον Λέβι, σκηνοθέτης του “Night at the Museum”. «Και οι Γείτονες σε Περιπολία δεν είναι απλώς απροετοίμαστοι ή χωρίς προσόντα – δεν έχουν την παραμικρή ιδέα πώς ν’ αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Κι όμως, εξαρτάται μόνο από εκείνους για να το σταματήσουν».
Ο Λέβι και ο σκηνοθέτης Ακίβα Σάφερ «έκλεισαν» τρεις από τους γνωστότερους κωμικούς της Αμερικής αυτή τη στιγμή, ακθώς και ένα ταχύτατα ανερχόμενο αστέρι. «Θέλαμε τους καλύτερους», λέει ο Λέβι, «γι’ αυτό και κλείσαμε τους καλύτερους. Τρεις τιτάνες, μαζί στην ίδια ταινία!»
Ο Έβαν του Μπεν Στίλερ είναι διευθυντής σε ένα πολυκατάστημα, έχοντας ανέβει τα σκαλιά της καριέρας του μετά κόπων και βασάνων. Ο Έβαν είναι ένας αφοσιωμένος υπάλληλος, αλλά αυτό που στην πραγματικότητα κάνει την καρδιά του χτυπάει δυνατότερα είναι η ομάδα περιπολίας του Γκλένβιου, της οποίας είναι ιδρυτής και… Διευθύνων Σύμβουλος. Έχει επίσης οργανώσει το Κλαμπ Τρεξίματος του Γκλένβιου, την Ομάδα Ανακύκλωσης, ακόμη και μαθήματα Ισπανικών στο Κέντρο της Κοινότητας. «Ο Έβαν ενδιαφέρεται πολύ για την κοινότητα», λέει ο Στίλερ «κυρίως επειδή έχει λίγους φίλους και αυτές οι ομάδες του δίνουν τη δυνατότητα να γνωρίζει καινούργιους ανθρώπους». Και ο σκηνοθέτης προσθέτει, «Ο Έβαν είναι ένας καλός Σαμαρείτης, ένας τελειομανής, ένα control-freak – αλλά με την καλή έννοια που λέμε».
Ο χαρακτήρας του Έβαν, που είναι πολύ καθωσπρέπει και συγκρατημένος, μπορεί να είναι τέλειος για να οργανώνει ομάδες, αλλά δεν τον βοηθάει ιδιαίτερα στην κοινωνική και προσωπική του ζωή. Ο Στίλερ λέει ότι ήταν μια πρόκληση για εκείνον τον να καταλάβει τη νοοτροπία ενός ανθρώπου που η ζωή του ορίζεται από μια αμείλικτη επιδίωξη για τάξη. «Εγώ δεν είμαι ιδιαίτερα τακτοποιημένος», εξηγεί ο ηθοποιός, «γι’ αυτό ήταν δύσκολο να μπω στο μυαλό ενός τόσο λεπτολόγου, στωικού και οργανωτικού τύπου». Όσο για τις σωματικές απαιτήσεις του ρόλου, ο Στίλερ ήταν πολύ άνετος με τις σκηνές πάλης όταν η Ομάδα αντιμετωπίζει τους επίδοξους εξωγήινους κατακτητές, αλλά όχι και τόσο άνετος στη σκηνή που έπρεπε να οδηγήσει ένα περονοφόρο όχημα στη διάρκεια της τελικής μάχης. «Υπήρχε πολλή δράση σε αυτή τη σκηνή, αλλά η οδήγηση αυτού του περονοφόρου ήταν μια από τις πιο τρομακτικές στιγμές γυρισμάτων… Για το συνεργείο».
Διαμετρικά αντίθετος στο ρόλο του Έβαν είναι ο Μπομπ του Βινς Βον. Ο Μπομπ είναι το Εκείνο στο Υπερεγώ του Έβαν, το γιανγκ στο γιν του. Για τον Μπομπ, η Ομάδα είναι η Σάνγκρι-Λα της παλιοπαρέας, μια διέξοδος από τις καθημερινές υποχρεώσεις της οικογενειακής ζωής. Η Ομάδα για εκείνον σημαίνει να χαλαρώνει με τους καινούργιους του κολλητούς, να διαβάζει καμιά τσόντα, να λέει σόκιν ανέκδοτα και να πίνει μπίρες. «Ο Μπομπ δε βλέπει την ώρα να κάτσει με τους φίλους, να τα πούνε, να τα πιούνε, και να ξεθυμάνει», λέει ο Βον. Και το σημείο εκκίνησης για την εκρηκτική διασκέδαση του Μπομπ είναι το ειδικά διαμορφωμένο γκαράζ με το πάντα γεμάτο μπαρ του, τη μασαζοπολυθρόνα του, τηλεόραση πλάσμα γιγαντιαίων διαστάσεων και φυσικά το μπιλιάρδο του. Οι ευθύνες της οικογένειας όμως βαραίνουν πολύ τον Μπομπ, που αγαπάει πολύ τη γυναίκα και την έφηβη κόρη του – της οποίας τα κάλλη, τώρα που μεγαλώνει, τραβούν την προσοχή του αντίθετου φύλου, γεγονός που καθόλου δεν χαροποιεί τον μπαμπά της. «Μεγαλώνει γρηγορότερα απ’ όσο θα ήθελε ο Μπομπ, γι’ αυτό προσπαθεί να την κρατάει σχεδόν κλειδωμένη», εξηγεί ο Βον.
Το νεότερο μέλος της ομάδας είναι ο Φράνκλιν (Τζόνα Χιλ). Είναι είκοσι-κάτι, έχει ένα στρατιωτικό και σκληρό στιλάκι, αλλά διαθέτει και μια γλυκύτητα (πολύ-πολύ κατά βάθος) και μένει ακόμα με τη μαμά του. Ο Φράνκλιν έχει ένα τεράστιο τσιπ στον ώμο του, γιατί έχει απορριφθεί κατά συρροή από το αστυνομικό σώμα, καθώς και όλες τις άλλες δυνάμεις της Τάξης (το γεγονός ότι αποτύγχανε διαρκώς σε όλες τις εξετάσεις επίσης δε βοήθησε καθόλου). Έτσι, για τον Φράνκλιν η Ομάδα είναι ο μόνος τρόπος να κλωτσάει πισινούς νόμιμα, και να έχει κάποιο βαθμό. «Ο Φράνκλιν είναι απομονωμένος, βασικά από τα πάντα», εξηγεί ο Χιλ. «Είναι πολύ παράξενος και αστείος». Έπειτα από την ερμηνεία του στο “Moneyball”, που του χάρισε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ, ο Χιλ δεν σχεδίαζε να επιστρέψει σ’ αυτό το είδος κωμωδίας που τον έκανε γνωστό (όπως οι ταινίες “Superbad” και “Pineapple Express”), αλλά «δεν μπόρεσα να αντισταθώ στην δυνατότητα να δουλέψω μαζί με τον Μπεν, τον Βινς και τον Ρίτσαρντ», όπως εξομολογείται ο ίδιος. «Ήταν κάτι που έπρεπε οπωσδήποτε να κάνω». Επιπλέον, «εφόσον αποφάσισα να κάνω μια εμπορική κωμωδία, ήθελα να μην έχει καμία επαφή με την πραγματικότητα, και να παρουσιάσω ένα χαρακτήρα που μπορεί να πει ή να κάτι το οτιδήποτε. Άσε που αν βάλεις ένα τεράστιο κίνδυνο στα χέρια παντελώς ανεύθυνων ανθρώπων, ξέρεις εκ των προτέρων ότι τα αποτελέσματα θα είναι από τρελά έως άγρια».
Ο τέταρτος της Ομάδας είναι ο Τζαμάρκους, φρεσκοχωρισμένος και διαρκώς πεινασμένος για αγάπη, ο οποίος ασπάζεται με χαρά την αντισυμβατική παρέα της Ομάδας. «Ο Τζαμάρκους νιώθει ότι η Ομάδα είναι η ευκαιρία του να βγει από το καβούκι του», λέει ο Αγιοάντε, που είναι επίσης σκηνοθέτης και σεναριογράφος. «Αυτό που θέλει είναι να βγει από το σπίτι, να γνωρίσει δεσποινίδες και να κάνει σεξ μαζί τους».
Μπορεί ως πρώτη εντύπωση ο Τζαμάρκους να μοιάζει λίγο αλλοπρόσαλλος (πράγμα που λέει αρκετά, αν σκεφτεί κανείς πώς είναι οι υπόλοιποι της παρέας), αλλά μπορεί στην πορεία ν’ αποδειχτεί το μυστικό τους όπλο στη μάχη κατά των δυνάμεων που απειλούν τη γειτονιά. «Είναι εξαιρετικά εφευρετικός και εντελώς παράξενος, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Με τον Ρίτσαρντ, ποτέ δεν ξέρεις πού θα καταλήξεις», λέει ο Λέβι. Και ο Σάφερ συμπληρώνει, «Ο Ρίτσαρντ είναι το στοιχείο που το κοινό δεν περιμένει καθόλου, γι’ αυτό και μπορεί να τους… σφυροκοπήσει με αξιαγάπητα αστεία».
Οι συντελεστές ήθελαν να κάνουν μια ταινία με θράσος και αυθάδεια. «Το dna της ταινίας δεν είναι οικείο», επισημαίνει ο Λέβι «γι’ αυτό χρειαζόμασταν έναν σκηνοθέτη με μια φρεσκάδα, που θα τολμούσε να ρισκάρει.» Δηλαδή τον Ακίβα Σάφερ, που σκηνοθετεί, συν-συγγράφει και μοντάρει τα περισσότερα βίντεο μικρού μήκους του Saturday Night Live. «Ο Ακίβα είναι σα να έχει στον εγκέφαλο ένα τσιπάκι κωμωδίας. Είναι καταπληκτικός μοντέρ και αληθινό παιδί της ψηφιακής εποχής». Και ο Λέβι συμπληρώνει, «Ο Ακίβα συνετέλεσε στη δημιουργία της κουλτούρας της ψηφιακής κωμωδίας, και το χαρακτηριστικό του είναι ότι θέλει διαρκώς να διευρύνει τους ορίζοντες».
Το ίδιο ακριβώς ήταν το πνεύμα και όσον αφορά το σενάριο. «Είχαμε ένα πολύ ωραίο κείμενο του Τζάρεντ Στερν, αλλά θελήσαμε να γίνουμε ακόμα πιο τολμηροί, να το κάνουμε τολμηρό και απρόβλεπτο», λέει ο Λέβι. Ο Σεθ Ρόγκεν και ο συνεργάτης του στα σενάρια Έβαν Γκόλντμπεργκ μπήκαν στο πρότζεκτ και το σενάριό τους άρχισε να σκάβει τη δυναμική αυτών των λοξών χαρακτήρων. «Η αλχημεία μεταξύ του σεναρίου και της μοναδικής οπτικής του Σάφερ ταίριαξαν τέλεια», εξηγεί ο παραγωγός. «Αυτό είναι το real thing, όχι μόνο όσον αφορά τη χρήση της καθημερινής γλώσσας, αλλά και την ευαισθησία, που περνάει πέρα από τα όρια του καλού γούστου».