Στη διάρκεια των διακοπών τους σε θέρετρο των Άλπεων, δύο φίλοι κοντά στα 80 παρατηρούν τους ανθρώπους γύρω τους. Αντίθετα με τους ίδιους, κανείς δεν μοιάζει να ανησυχεί για τον χρόνο που περνά. Η ταινία προτάθηκε για Όσκαρ.
Πληροφορίες
Λίγα λόγια για την ταινία
Στη νέα του ταινία, που ήταν υποψήφια για τον Χρυσό Φοίνικα του 68ου Φεστιβάλ Καννών και άνοιξε το πρόσφατο 21ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας, ο Ιταλός σκηνοθέτης Πάολο Σορεντίνο συγκεντρώνει ένα διάσημο και πολυσυλλεκτικό καστ για να αφηγηθεί μια ιστορία μακριά από εκείνη της «Τέλειας Ομορφιάς» και της ηθικής παρακμής του πρωταγωνιστή της. Στη «Νιότη», ο 80χρονος Φρεντ (Μάικλ Κέιν) περνά τις μέρες του αναπολώντας την συμβίωση με τη γυναίκα του και προσπαθώντας να συμφιλιωθεί με το τέλος που έρχεται. Πάνω από όλα, όμως, μαζί με τον καλύτερό του φίλο, Μικ (Χάρβεϊ Καϊτέλ), παρατηρεί με τρυφερότητα και περιέργεια τις ζωές των γύρω τους από την απόσταση που τους δίνουν τα χρόνια τους.
«Είχα την ιστορία στο μυαλό μου πολύ καιρό», λέει ο Πάολο Σορεντίνο για την αφορμή πίσω από την έβδομή του ταινία. «Ήθελα να έχω πρωταγωνιστή έναν μαέστρο, γιατί με συναρπάζουν σαν άνθρωποι. Διάβασα μία ιστορία για έναν Ιταλό μαέστρο που αρνήθηκε να κάνει μια εμφάνιση προς τιμήν της βασίλισσας και μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Είμαι από μια μικρή πόλη οπότε δεν μπορούσα να φανταστώ ότι κάποιος μπορούσε να το κάνει αυτό. Αυτό ήταν το σημείο εκκίνησης. Κατέληξε, βέβαια, μια πολύ προσωπική ταινία, αφού τελικά μιλά για την αγάπη. Είμαι ντροπαλός, κι έτσι δεν μπορώ να την εκφράσω καλύτερα, αλλά παίρνω αγάπη από τη φιλία, την μνήμη και όλες μου τις σχέσεις».
Τελικά, το σενάριο απέκτησε ένα διαφορετικό νοηματικό πυρήνα: τον ίδιο τον χρόνο. «Για μένα», εξηγεί ο Σορεντίνο, «ο χρόνος είναι το απόλυτο θέμα: το πώς περνά ο χρόνος, πόσος μας μένει, πόσος έχει ήδη περάσει. Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τον χρόνο. Πάνω από όλα είναι η σχέση μας με το μέλλον και τα νιάτα, ακόμη κι όταν πια δεν είμαστε νέοι».
Ο πρωταγωνιστής του, Μάικλ Κέιν, καθόρισε εξίσου τον πρωταγωνιστικό του ρόλο με «το χάρισμα και την κομψότητά του», σύμφωνα με τον Σορεντίνο, ο οποίος δεν δίστασε καθόλου να γυρίσει την ταινία στα αγγλικά, και όχι στην μητρική του γλώσσα, αφού, όπως λέει, «οι νέες γενιές έχουν κοινά πολιτισμικά σημεία αναφοράς, τα οποία δεν προέρχονται αποκλειστικά από την χώρα τους». Όσο για το ποιος από τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες τού μοιάζει περισσότερο; «Ο χαρακτήρας του Κέιν διατηρεί την απόστασή του από τα πράγματα, το οποίο είναι συγκινητικό αλλά, φυσικά, δεν εγγυάται την ευτυχία, απλώς μια κάποια ηρεμία. Από την άλλη, ο χαρακτήρας του Καϊτέλ κυριαρχείται από το πάθος: στο μυαλό του η νέα ταινία του αποκτά διαστάσεις εμμονής. Είμαι περισσότερο σαν τον Καϊτέλ, αλλά προσπαθώ να γίνω περισσότερο σαν τον Κέιν!».
Πέρα από τον Μικ, ο Φρεντ έχει την συντροφιά και της κόρης του, Λίνα (Ρέιτσελ Βάις), η οποία θα αναγκαστεί να διαχειριστεί μια μεγάλη ανατροπή στην προσωπική της ζωή, αλλά και ενός νεαρού Αμερικανού ηθοποιού (Πολ Ντέινο), ο οποίος μελετά τον καινούριο του ρόλο παρατηρώντας τους θαμώνες του θερέτρου.
Τα γυρίσματα έγιναν κυρίως στην Ελβετία, αλλά και στη Βενετία, το Λονδίνο και τη Ρώμη. Η διεύθυνση φωτογραφία έχει την ικανή υπογραφή του μόνιμου συνεργάτη του Σορεντίνο, Λούκα Μπιγκάτσι («Η Τέλεια Ομορφιά», «Il Divo», «Οι Συνέπειες του Έρωτα»), ο οποίος –σε συνεργασία με τον Σορεντίνο- έχει αποτυπώσει μοναδικά την επιβλητική φύση των Άλπεων που περιβάλλει το ξενοδοχείο, αλλά και εκπληκτικές εικόνες από το εσωτερικό του.
Η μουσική ήταν πάντοτε βασικό στοιχείο των ταινιών του Σορεντίνο, αλλά στη «Νιότη» είναι ιδιαίτερα κρίσιμη, αφού ο Φρεντ, παρόλο που επιμένει ότι δεν του λείπει καθόλου η ενασχόληση με τη μουσική, νιώθει την παρουσία της παντού και την επιζητά σχεδόν ασυνείδητα. Δίπλα στην πρωτότυπη μουσική του Αμερικανού Ντέιβιντ Λανγκ, ο Σορεντίνο ντύνει τις σκηνές με μία πολυσυλλεκτική συλλογή τραγουδιών, στο οποίο συμμετέχουν, μεταξύ άλλων, οι Μαρκ Κόζελεκ και Παλόμα Φέιθ, που εμφανίζονται και στην ταινία.
Παρά την θεματική της και την προχωρημένη ηλικία των περισσότερων θαμώνων του ξενοδοχείου, ο Ιταλός δημιουργός δεν βλέπει τη «Νιότη» σαν απαισιόδοξη ταινία, αλλά το ακριβώς αντίθετο: «Ίσως την έκανα για να ξορκίσω έναν φόβο που, πιστεύω, όλοι έχουμε. Το πέρασμα του χρόνου πλέον με συναρπάζει και αυτό που μένει από την ταινία είναι ότι όλοι μπορούν να βρουν μια στιγμή ελευθερίας, γιατί η ελευθερία είναι το μέλλον».