Ο πατέρας του σουρεαλιστικού κινηματογράφου, Luis Buñuel Portolés, γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1900, στην Ισπανία. Μεγάλωσε σε μια μικρή επαρχιακή κοινωνία, τόσο κλειστή, παραδοσιακή και θρησκόληπτη, που ο ίδιος την αποκαλούσε «μεσαιωνική». Μέλος πολύ ευκατάστατης οικογένειας, έλαβε από νωρίς αυστηρή καθολική μόρφωση. Σύντομα, όμως, το ελεύθερο πνεύμα του και ο επαναστατικός του χαρακτήρας τον έκαναν να αντιδράσει στον καθολικισμό -μια αντίδραση που θα συνεχιζόταν σε όλη του τη ζωή.
Στο πανεπιστήμιο θα γίνει φίλος με δύο μεγάλες μορφές της τέχνης, το ζωγράφο Salvador Dalí και τον ποιητή Federico García Lorca. Αργότερα, θα μετακομίσει στο Παρίσι, όπου θα εργαστεί στον κινηματογράφο και μάλιστα θα μαθητεύσει δίπλα στον Ζαν Επστάιν.
Το 1929 ήταν χρονιά ορόσημο για τον Buñuel, καθώς, μαζί με τον Dalí, θα γυρίσουν το Un chien andalou, μια ταινία απόλυτα σοκαριστική για τα ήθη της εποχής, με την οποία γράψανε κινηματογραφική ιστορία. Ο Buñuel χρησιμοποίησε την εμμονή του με τα όνειρα και δημιούργησε ένα συνειρμικό όσο και βλάσφημο σύμπαν, κάτι που θα αναπαράγει σε όλες του τις ταινίες στο εξής. Με την ταινία αυτή οι σουρεαλιστές τον υποδεχτήκανε πανηγυρικά στους κύκλους τους και ο Buñuel ανακηρύχτηκε ο σημαντικότερος σουρεαλιστής σκηνοθέτης.
Από την πρώτη στιγμή ο Buñuel ήταν ένας άθεος, «βλάσφημος» σκηνοθέτης, που σκοπό είχε να προκαλέσει και να επιτεθεί στους θεσμούς και την υποκρισία της αστικής τάξης. Η δεύτερη ταινία του, L'Âge d'or (1930), βεβηλώνοντας τα ιερά και τα όσια του καθολικισμού, προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερο σκάνδαλο. Ο δεξιός Τύπος πολέμησε την ταινία και τελικά η αστυνομία την απαγόρευσε, μια απαγόρευση που κράτησε 50 ολόκληρα χρόνια!
Το 1933, ο Buñuel επιστρέφει στην Ισπανία, μέσα σε ένα φοβερά ταραχώδες πολιτικό κλίμα, και γυρίζει τη μικρού μήκους ταινία Las Hurdes: Tierra Sin Pan (1933), ένα ντοκιμαντέρ για τις δυσχέρειες των χωρικών. Όμως, η πολιτική κατάσταση της χώρας ήταν εκρηκτική και το 1936 οδήγησε στον Ισπανικό Εμφύλιο. Με την επιβολή της δικτατορίας του Franco, που έγινε και με την ισχυρή στήριξη της εκκλησίας, πολλοί καλλιτέχνες αναγκάστηκαν να εκπατριστούν. Ο Buñuel έφυγε στην Αμερική και, αφού εργάστηκε για ένα διάστημα στο μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, μετακόμισε στο Μεξικό. Το 1948, με την εγκληματική κατάσταση να συνεχίζεται στη χώρα του από το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο, πήρε τη μεξικάνικη υπηκοότητα. Στο Μεξικό πια θα βρε
... Διαβάστε περισσότεραι το έδαφος και την ελευθερία για να γυρίσει τις ταινίες του: Ανάμεσά τους το Los Olvidados (1950), με το οποίο θριάμβευσε στις Κάννες (πρόσφατα η ταινία εντάχτηκε και στη λίστα της UNESCO ως μέρος της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς).
Όταν το 1960, για λόγους πολιτικής προπαγάνδας, ο Φράνκο κάλεσε τον Buñuel να γυρίσει στην πατρίδα του και να σκηνοθετήσει ένα φιλμ της δικής του επιλογής, ο Buñuel δέχτηκε. Και του ανταπέδωσε την «ευγενική χειρονομία» γυρίζοντας τη Viridiana, μια εξοργιστικά «βλάσφημη» ταινία, που μέσα στα άλλα, παρωδεί και τον Μυστικό Δείπνο! Το αποτέλεσμα ήταν το καθεστώς να κάψει τις κόπιες, όχι όμως πριν προλάβει μια από αυτές να περάσει στη Γαλλία και να βραβευτεί με τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες.
Στις δεκαετίες `60-`70 ο Buñuel διανύει την ωριμότερη φάση του, τη λεγόμενη «Γαλλική περίοδο», όπου με συνεργάτες τους Silberman and Carrière, θα σκηνοθετήσει στη Γαλλία τα μεγάλα κινηματογραφικά του αριστουργήματα. Ανάμεσά τους, τα Le journal d'une femme de chambre (1964), Belle de Jour (1967), Le Charme discret de la bourgeoisie (1972) και, την τελευταία του ταινία, Cet obscur objet du désir (1977). Αυτές θα είναι και οι διασημότερες ταινίες της καριέρας του και όχι άδικα: ο Buñuel διακωμωδεί τις φαντασιώσεις της αστικής τάξης με απίστευτη μαεστρία. Με τη Διακριτική γοητεία της μπουρζουαζίας, κερδίζει το Oscar Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας ενώ με το Φάντασμα της ελευθερίας, ο Buñuel εμπνέεται άμεσα από την ιστορία της χώρας του: η απίστευτη βία και καταπίεση που έζησαν οι τότε Ισπανοί από την ναπολεόντεια κυριαρχία και τους αυτοαποκαλούμενους «ελευθερωτές», γίνεται παράδειγμα για το σήμερα. Συνδέοντας εκείνα τα γεγονότα με τη σημερινή κατάσταση του «πολιτισμένου» κόσμου, ο Buñuel δείχνει ότι και η ελευθερία που προτείνεται τώρα (η αστική σε αυτή την περίπτωση), είναι για άλλη μια φορά μια απάτη, ένα φάντασμα, μια μορφή σκλαβιάς.
Στα τέλη του ΄70, ο Buñuel αποσύρθηκε από τη σκηνοθεσία μέχρι και το τέλος της ζωής του και μαζί με τον Carrière, έγραψε την αυτοβιογραφία του, Mon Dernier Soupir (1982). Ένα χρόνο μετά, το 1983, ο μεγάλος αιρετικός του κινηματογράφου πέθανε, αφήνοντας πίσω του ως κληρονομιά την αγάπη για την ανατροπή και το σκάνδαλο, ως τρόπους αλλαγής της κοινωνίας.
ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ:
Un chien andalou (Ο ανδαλουσιανός σκύλος), 1929
L'âge d'or (Η χρυσή εποχή), 1930
Las Hurdes (Γη χωρίς ψωμί) (1933)
El gran calavera, 1949
Los olvidados (Ξεχασμένοι από την κοινωνία), 1950
Susana (Κυλισμένη στο βούρκο), 1951
El (Αυτός), 1953
El bruto, 1953
Las aventuras de Robinson Crusoe (Ροβινσών Κρούσος), 1954
Ensayo de un crimen (Η εγκληματική ζωή του Αρτσιμπάλντο ντε Λα Κρουζ), 1955
Nazarín (Ναζαρέν), 1959
Viridiana (Βιριδιάνα), 1961
El ángel exterminador (Εξολοθρευτής άγγελος), 1962
Le journal d'une femme de chambre (Το ημερολόγιο μιας καμαριέρας), 1964
Simón del desierto, 1965
Belle de jour (Η ωραία της ημέρας), 1967
La voie lactée (Ο γαλαξίας), 1969
Tristana (Τριστάνα), 1970
Le charme discret de la bourgeoisie (Η διακριτική γοητεία της μπουρζουαζίας), 1972
Le fantôme de la liberté (Το φάντασμα της ελευθερίας), 1974
Cet obscur objet du désir (Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου), 1977