Τζορτζ Έλιοτ είναι το λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Μαίρη Ανν Έβανς (22 Νοεμβρίου 1819 – 22 Δεκεμβρίου 1880), Αγγλίδας μυθιστοριογράφου.
Ήταν μία από τις κορυφαίες συγγραφείς της Βικτωριανής εποχής.
Τα μυθιστορήματά της, που συνήθως αφηγούνταν τη ζωή στην επαρχιακή Αγγλία, είναι γνωστά για τον ρεαλισμό και την ψυχολογική οξυδέρκειά τους.
Χρησιμοποιούσε ανδρικό λογοτεχνικό ψευδώνυμο, γιατί, όπως είχε πει, ήθελε να είναι σίγουρη ότι θα πάρουν στα σοβαρά τα έργα της. Οι γυναίκες συγγραφείς ήταν ελεύθερες να δημοσιεύουν τα έργα τους με το δικό τους όνομα, αλλά η Έλιοτ ήθελε να εξασφαλίσει ότι δεν θα θεωρούνταν απλά μία συγγραφέας ρομάντζων. Ένας ακόμη λόγος εικάζεται ότι μπορεί να ήταν η επιθυμία της να προστατεύσει την προσωπική της ζωή και να εμποδίσει τη δημιουργία σκανδάλου σχετικά με την σχέση της με τον παντρεμένο φιλόσοφο και λογοτεχνικό κριτικό George Henry Lewes.
Η Μαίρη Ανν (ή Μαριάν) Έβανς ήταν η μικρότερη κόρη του Ρόμπερτ και της Κριστιάνα Έβανς. Ο πατέρας της ήταν διαχειριστής του Arbury Hall Estate στο Warwickshire.
Κατά την παιδική της ηλικία ήταν πολύ δεμένη με τον αδερφό της Isaac, και η σχέση τους αυτή αντικατοπτρίζεται στη σχέση της Maggie Tulliver και του αδερφού της Tom στο μυθιστόρημά της The Mill on the Floss. Όταν ήταν ακόμη παιδί, ήταν πολύ έξυπνη και είχε πρόσβαση στη βιβλιοθήκη του Arbury Hall, αλλά ήταν σχετικά αποκομμένη από πολιτισμικές δραστηριότητες.
Το 1836 η μητέρα της πέθανε και η Μαίρη Ανν έγινε οικονόμος του σπιτιού, ενώ παράλληλα συνέχιζε τις σπουδές της και μάθαινε Γερμανικά και Ιταλικά. Όταν ήταν 21 ετών, ο αδερφός της παντρεύτηκε και η ίδια με τον πατέρα της μετακόμισαν στο Coventry. Σε αυτό το νέο, πιο προοδευτικό περιβάλλον, οι πνευματικοί ορίζοντες της Έβανς διευρύνθηκαν. Γνώρισε τους προοδευτικούς διανοούμενους Charles και Caroline Bray και άρχισε να συναναστρέφεται ανθρώπους με ριζοσπαστικές πολιτικές και θρησκευτικές απόψεις, ανάμεσα στους οποίους και οι Herbert Spencer, Harriet Martineau και Ralph Waldo Emerson. Αυτές οι συναναστροφές αλλά και οι δικές της θεολογικές μελέτες την οδήγησαν σε αμφισβήτηση των θρησκευτικών της πεποιθήσεων, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τον κλονισμό της σχέσης της με τον πατέρα της. Ωστόσο, εξακολούθησε να μένει μαζί του ως οικονόμος του, και συμβιβάστηκε με το να πηγαίνουν έστω και τυπικά, μαζί στην εκκλησία.
Αυτή η ενασχόλησή της με θεολογικά ζητήματα είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση του πρώτου της βιβλίου,
... Διαβάστε περισσότερα το 1846, που ήτν μια μετάφραση του έργου του Γερμανού David F. Strauss, Life of Jesus. Η μετάφραση αυτή ήταν το μόνο έργο της που έφερε το πραγματικό της όνομα.
Μετά το θάνατο του πατέρα της το 1849, ταξίδεψε με τους Bray στην Ελβετία, και επιστρέφοντας στην Αγγλία, εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, στο σπίτι του εκδότη Τζον Τσάπμαν, ο οποίος είχε πρόσφατα αγοράσει την εφημερίδα Westminster Review, γνωστή για τις αριστερές τις θέσεις, στην οποία είχε υπάρξει συντάκτης και ο Τζον Στιούαρτ Μιλλ.
Η Έβανς ανέλαβε τη θέση του βοηθού συντάκτη και δημοσίευσε και αρκετά δοκίμια και κριτικές της, συμπεριλαμβανομένου και του Margaret Fuller and Mary Wollstonecraft.
To 1851 γνώρισε τον George Henry Lewes, κριτικό λογοτεχνίας και φιλόσοφο, με τον οποίο άρχισε να συζεί το 1854.
Ο Lewes ήταν παντρεμένος με την Agnes Jervis και είχαν τρία παιδιά, όμως είχαν αποφασίσει να έχουν ανοιχτό γάμο, και η Jervis είχε κάνει και άλλα παιδιά με κάποιον άλλο άνδρα. Παρόλα αυτά, ο Lewes δεν κατάφερε να πάρει διαζύγιο, και η απόφαση της Έβανς να ζήσει μαζί του ως ερωμένη του ήταν αρκετά επίπονη, και οδήγησε στη διάλυση αρκετών κοινωνικών και οικογενειακών δεσμών της, και κυρίως στην αποξένωσή της από τον αδερφό της, ο οποίος δεν της ξαναμίλησε ποτέ.
Το 1854 ταξίδεψε με τον Lewes στη Βεϊμάρη και στο Βερολίνο για ερευνητικούς σκοπούς. Τον ίδιο χρόνο δημοσιεύτηκε άλλη μία μετάφρασή της από τα γερμανικά, το Essence of Christianity του Ludwig Feuerbach. Όταν επέστρεψαν από τη Γερμανία, απείχαν από τη λογοτεχνική κοινότητα του λ Λονδίνου, λόγω του σκανδάλου της σχέσης τους και της δυσκολίας της Βικτωριανής κοινωνίας να την αποδεχθεί.
Ο Lewes την ενθάρρυνε να ασχοληθεί συστηματικά με την λογοτεχνία, και το 1857 άρχισε να δημοσιεύεται τμηματικά το Scenes of Clerical Life. Το ψευδώνυμο Τζορτζ Έλιοτ δημιούργησε την εντύπωση πως επρόκειτο για άνδρα συγγραφέα.
Το 1859 ακολούθησε το μυθιστόρημα Adam Bede, που έγινε αμέσως ιδιαίτερα δημοφιλές, και το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για την ταυτότητα του συγγραφέα εντάθηκε. Εντέλει, η Έβανς αποκάλυψε πως αυτή ήταν η συγγραφέας, και παρόλο που πολλοί από τους θαυμαστές της σοκαρίστηκαν από την προσωπική της ζωή, αυτό δεν επηρέασε τελικά τη δημοτικότητά της ως συγγραφέα.
Τις δεκαετίες 1860 και 1870 η Τζορτζ Έλιοτ έγραψε άλλα επτά μυθιστορήματα, τα περισσότερα από τα οποία είχαν εξίσου μεγάλη επιτυχία με το Adam Bede. Η Βιρτζίνια Γουλφ είπε για το Middlemarch ότι "είναι ένα από τα λίγα αγγλικά μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί για ώριμους ανθρώπους".
Τα μυθιστορήματα της Έλιοτ είναι επηρεασμένα από το έργο της Τζέιν Όστεν, ως προς το ενδιαφέρον για τη ζωή στην επαρχία και τη σάτυρα των ανθρώπινων κινήτρων. Όμως, η Έλιοτ εξετάζει τα θέματα αυτά υπό φιλοσοφικό και ψυχολογικό πρίσμα, που διαφέρει από την οπτική γωνία της Όστεν.
Το έργο της Έλιοτ συνδυάζει τον εκτενή φιλοσοφικό διαλογισμό με την λεπτομερή ανάλυση των κινήτρων και των συναισθημάτων των χαρακτήρων της.
Όπως παρατήρησε και ο Όσκαρ Ουάιλντ το 1897, η Έλιοτ "είναι η ενσάρκωση της φιλοσοφίας στη μυθιστοριογραφία".