Βιογραφικό
Ο Λίντσεϊ Άντερσον γεννήθηκε το 1923, βρετανός της Ινδίας. Σπούδασε στην Οξφόρδη. Ξεκίνησε ως κριτικός κινηματογράφου στο περιοδικό Sequense, στα τέλη ’40-αρχές του ’50, το οποίο δημιούργησε ο ίδιος μαζί με τον Γκάβιν Λάμπερτ και τον σκηνοθέτη Κάρελ Ράιζ. Στη συνέχεια έγραφε για το περίφημο περιοδικό Sight and Sound, που εξέδιδε το Βρετανικό Κινηματογραφικό Ινστιντούτο. Μαζί με τους σκηνοθέτες Κάρελ Ράιζ, Τόνι Ρίτσαρντσον και άλλους, γύρισε μια σειρά από ντοκιμαντέρ μικρού μήκους για διάφορα κοινωνικά θέματα, πολύ μακριά από μια ψεύτικη προκατασκευασμένη και λουσάτη εικόνα των στούντιο και κέρδισε Όσκαρ Καλύτερου ντοκιμαντέρ μικρού μήκους το 1954. Το 1956, μέσα από ένα άρθρο του, στράφηκε ενάντια την τότε κινηματογραφική κριτική, αναζητώντας περισσότερη αντικειμενικότητα και ρεαλισμό στις ταινίες. Ξεκίνησε μαζί με τους συνεργάτες του ένα πρόγραμμα προβολών με ταινίες σε αυτή την κινηματογραφική φιλοσοφία, που ονομάστηκε κίνημα «Free Cinema». Ήταν λοιπόν ένας από τους ιδρυτές αυτού του περίφημου κινήματος, που έφερε νέο αέρα στον κουρασμένο και παραδοσιακό αγγλικό κινηματογράφο. Στο πνεύμα λοιπόν του κοινωνικού ρεαλισμού, ο Άντερσον γύρισε την ταινία «Η τιμή ενός ανθρώπου» το 1963, αλλά εκτοξεύτηκε στο πάνθεον των κινηματογραφικών αριστουργημάτων με την ταινία του «If… Επαναστατημένη γενιά», που συνέπεσε με τον γαλλικό Μάη του ’68 και απέδιδε το γενικότερο κλίμα της εποχής και το κίνημα της αντικουλτούρας. Στη συνέχεια, σκηνοθέτησε δύο συνέχειες του «If…», «Ένας πολύ τυχερός άνθρωπος» και «Βρετανία, ένα τρελό νοσοκομείο», κάνοντας την ταινία τριλογία, ενώ ξεχώρισε την δεκαετία του ’80 με την ταινία «Οι φάλαινες του Αυγούστου». Πέθανε το 1994, έχοντας, με λίγες ταινίες, αλλάξει και επηρεάσει τον κινηματογράφο όσο πολύ λίγοι.