Ο Φίλιπ Ντικ, (Σικάγο 16 Δεκεμβρίου 1928 - 2 Μαρτίου 1982) ήταν αμερικανός συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας.
Αν και φτωχός και σχετικά άγνωστος στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, σήμερα θεωρείται ένας απ' τους σημαντικότερους συγγραφείς και ανανεωτές του είδους, ενώ τα τελευταία χρόνια γνωρίζει πλατιά επιτυχία λόγω της προσαρμογής αρκετών έργων του σε ταινίες (όπως οι Blade Runner και Minority Report).
Tο έργο του χαρακτηρίζεται από δυο θεμελιώδη ερωτήματα που προσπάθησε, σχεδόν με αγωνία, να απαντήσει όχι μόνο στα γραπτά του αλλά και στη ζωή του: Τι είναι πραγματικό; και Τι είναι ανθρώπινο; Στα έργα του η πραγματικότητα συχνά παρουσιάζεται σαν κάτι υποκειμενικό και ευμετάβλητο, ενώ η πλαστοπροσωπία, η κατάρρευση του πολιτισμού και η απειλή του ολοκληρωτισμού παραμονεύει παντού, συχνά σ' ένα καταθλιπτικό και κλειστοφοβικό σκηνικό, όπως ήταν κι η ίδια η ζωή του. Η μεταφυσική, η φιλοσοφία, η ψυχανάλυση, η πολιτική και, στο ύστερο έργο του, ο γνωστικισμός, η πρωτοχριστιανική φιλοσοφία και η θεολογία είναι κατευθυντήριες γραμμές στο έργο του.
Γεννήθηκε στο Σικάγο, γιος του Έντγκαρ Ντικ και της Ντόροθυ Κίντρεντ Ντικ. Γεννήθηκε πρόωρα, μαζί με τη δίδυμη αδερφή του Τζέιν που πέθανε στις 26 Ιανουαρίου 1929.
Ο θάνατος της αδερφής του άρχισε να στοιχειώνει τον Ντικ από πολύ μικρή ηλικία, προκαλώντας του ενοχές και εμφανιζόμενη ως θέμα σε κάποια απ' τα έργα του, ένας θάνατος που σημάδεψε την ζωή και τα γραπτά έργα του Φίλιπ Ντικ. Το 1932 οι γονείς του χωρίζουν και η μητέρα του με τον Φίλιπ Ντικ μετακομίζουν στην Ουάσινγκτον. Επιστρέφουν στο Μπέρκλεϋ στην Καλιφόρνια το 1938 μέρος που έγινε σκηνικό για πολλά απ' τα μετέπειτα γραπτά του Ντικ. Πήγε σχολείο στο Μπέρκλεϋ και έγινε δεκτός στο εκεί πανεπιστήμιο για σπουδές στα Γερμανικά και τη Μεταφυσική, αποβλήθηκε όμως πριν τελειώσει το πρώτο εξάμηνο επειδή αρνήθηκε να παρακολουθήσει ένα (υποχρεωτικό τότε στα Κολλέγια της Αμερικής) μάθημα στρατιωτικής εκπαίδευσης. Μετά από έναν εξάμηνο γάμο, στα είκοσί του, με τη Ζανέτ Μαρλίν το 1948, παντρεύτηκε την ελληνικής καταγωγής Κλειώ Αποστολίδου το 1950, με την οποία θα έμενε μέχρι το 1958. Την περίοδο εκείνη δούλευε σε ένα δισκοπωλείο, ενώ είχε και τη δική του ραδιοφωνική εκπομπή κλασικής μουσικής. Ανακατεύτηκε με την πολιτική και το ριζοσπαστικό κίνημα της εποχής, και το FBI και η αστυνομία θ' ασχολούνταν αρκετά συχνά μαζί του, ειδικά στη δεκαετία του '50.
Διάβασε επιστημονική φαντασία για πρώτη φορά στην ηλικία των δ
... Διαβάστε περισσότεραώδεκα ετών, στο περιοδικό Stirring Science Stories, και τον επόμενο κιόλας χρόνο έγραψε το πρώτο του σύντομο μυθιστόρημα, Επιστροφή στη χώρα των Λιλλιπούτειων.
Στην αρχή της δεκαετίας του 1950 άρχισε να δημοσιεύει διηγήματα στο περιοδικό Fantasy and Science Fiction του Σαν Φρανσίσκο, που διευθυνόταν από το μέντορα και φίλο του Άντονυ Μπουσέ.
Το πρώτο διήγημα επιστημονικής φαντασίας που πούλησε, το φθινόπωρο του 1951, ήταν το Ρουγκ (Roog), ενώ το πρώτο που δημοσιεύτηκε ήταν το Πίσω Παραμονεύει το Γουμπ (Beyond Lies the Wub) το 1952. Την τριετία 1952-1954 δημοσίευσε 62 διηγήματα (τα μισά απ' τη συνολική του παραγωγή διηγημάτων). Τον Ιούνιο του 1953, εφτά διηγήματα του Ντικ εμφανίστηκαν ταυτόχρονα σε διάφορα περιοδικά.
Η υπερπαραγωγή αυτή ήταν αποτέλεσμα όχι μόνο του πάθους του για την επιστημονική φαντασία, μα και της δύσκολης οικονομικής του κατάστασης: στην εισαγωγή της συλλογής διηγημάτων Ο Χρυσός Άντρας, περιγράφει το πώς αυτός κι η γυναίκα του ήταν αναγκασμένοι συχνά να τρέφονται με κιμά αλόγου, που κανονικά χρησιμοποιείται για σκυλοτροφή.
Η αντιμετώπιση της επιστημονικής φαντασίας, την εποχή εκείνη, ως περιθωριακό είδος είχε ως αποτέλεσμα το ουσιαστικά ανύπαρκτο δίκτυο διανομής και την αδυναμία ελέγχου των δικαιωμάτων. Έτσι το έργο αυτής της περιόδου, δημοσιευμένο σε μικρά περιοδικά, του απέφερε δυσανάλογα μικρά ποσά σε σχέση με την παραγωγή του. Παρ' όλα αυτά ο Ντικ όχι μόνο δεν σταμάτησε να γράφει, αλλά παράτησε και τη δουλειά του στο δισκοπωλείο, αποφασισμένος να γίνει επαγγελματίας συγγραφέας. Τα διηγήματα αυτής της περιόδου, μπροστά απ' την εποχή τους, είναι μια μεταβατική φάση ανάμεσα στη space opera της δεκαετίας του '50 και τη "σοβαρή", εναλλακτική επιστημονική φαντασία που θα άνθιζε την επόμενη δεκαετία.
Το 1954, μετά από μια συνάντηση με το είδωλό του Α. Ε. Βαν Βογκτ, αποφάσισε να στραφεί στη συγγραφή μυθιστορημάτων, πουλώντας το πρώτο από αυτά, το Solar Lottery, το 1955. Γράφοντας τα μυθιστορήματά του με τον ίδιο πυρετώδη ρυθμό, εκδίδει δεκάξι μυθιστορήματα μεταξύ 1955 και 1964. Τέσσερα έμειναν αδημοσίευτα: ήταν μυθιστορήματα συμβατικής λογοτεχνίας που όλα απορρίφθηκαν, γεγονός που στοίχισε πολύ στον Ντικ.
Το 1959 παντρεύεται στο Μεξικό την τρίτη γυναίκα του Άνι Γουίλιαμς Ρουμπενστάιν (Anne Williams Rubenstein) με την οποία αποκτά την πρώτη του κόρη Λώρα Άρτσερ Ντικ (Laura Archer Dick) το 1960, γάμος που κράτησε μέχρι το 1964 (το διαζύγιο βγήκε το 1965). Αποκορύφωμα αυτής της δημιουργικής περιόδου, που ουσιαστικά συνδύασε την επιστημονική φαντασία με την πειραματική και εναλλακτική λογοτεχνία, ήταν το Ο Άνθρωπος στο Ψηλό Κάστρο (The Man In The High Castle), βιβλίο γραμμένο με τη βοήθεια του Ι Τσινγκ (το οποίο παίζει και κεντρικό ρόλο στην υπόθεση), που του απέφερε το βραβείο Hugo του 1963.
Παρά τη βράβευση όμως, και την ολοένα μεγαλύτερη αναγνώριση από κριτικούς και κοινό, τα οικονομικά του δεν καλυτέρεψαν, εν μέρει λόγω της επιμονής του να δουλεύει χωρίς συμβόλαιο με εκδότη. Όπως έγραφε ο ίδιος αργότερα, ήταν αναγκασμένος να γράφει σε τρελούς ρυθμούς, τελειώνοντας ως κι εξήντα σελίδες τη μέρα, και για να τα καταφέρει στηρίχτηκε στις αμφεταμίνες, που θα τον συντρόφευαν ως το τέλος της ζωής του.
Το αποτέλεσμα της φτώχιας, της απογοήτευσης αλλά και της αμφεταμίνης ήταν τόσο να διαλυθεί ο γάμος του όσο και κάτι άλλο, που θα άλλαζε την οπτική του για τον κόσμο.
Το 1963, κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου, ο Φίλιπ Ντικ στρέφει το βλέμμα του στον ουρανό κι αντικρύζει ένα μοχθηρό, απαίσιο πρόσωπο με σκιστά μάτια. Το όραμα τον καταδιώκει για ένα μήνα, και σ' αυτό ο Ντικ αναγνωρίζει το απόλυτο κακό, την εντροπία που κυβερνά το σύμπαν και καταστρέφει τα πάντα. Καρπός της μεταφυσικής αυτής εμπειρίας είναι το μυθιστόρημα Τα Τρία Στίγματα του Πάλμερ Έλντριτς, ενώ η ιδέα του πανταχού παρόντος εντροπικού κακού διαποτίζει το έργο του -και τη ζωή του- για την επόμενη δεκαετία. Στρέφεται για βοήθεια στο Χριστιανισμό και αργότερα στο Βουδισμό, ενώ αρχίζει και κατασκευάζει ένα δικό του κόσμο (idios kosmos), μέσα στον οποίο σε λίγα χρόνια θα χαθεί. Τα μυθιστορήματά του γίνονται σκοτεινότερα, οι ήρωές του πιο απελπισμένοι, η πραγματικότητα πιο εύθραυστη. Στα μυθιστορήματα αυτής της περιόδου, όπως στα Αντίστροφος Κόσμος και Ubik, η ροή του χρόνου αντιστρέφεται και η πραγματικότητα επηρεάζεται τόσο απ' το παρόν όσο κι απ' το μέλλον, έτοιμη να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή.
Ο ίδιος αρχίζει να πίνει, παίρνοντας πάντα και αμφεταμίνες, και να βυθίζεται στην κατάθλιψη. Παντρεύεται ξανά το 1966, την Νάνσυ Χάκετ (Nancy Hackett0 (τέταρτος γάμος) με την οποία θα αποκτήσει το 1967 την δεύτερη κόρη του Ισόλδη Φρέια Ντικ (Isolde Freya Dick), και η οποία τον εγκαταλείπει το 1970 και τελικά χωρίζει το 1972. Σταματάει το γράψιμο και πέφτει για τα καλά στα ναρκωτικά (LSD), και για ένα διάστημα οι παρέες του είναι πρεζόνια κι έμποροι.
Εγκαθίσταται στο Βανκούβερ, προσπαθώντας ν' αλλάξει τα πράγματα, αλλά καταλήγει, μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας (1972), σε κλινική αποτοξίνωσης. Γυρίζοντας στο Όραντζ, καθαρός πια, παντρεύεται τον Απρίλιο του 1973 την Τέσσα Μπάζμπυ, την τελευταία του γυναίκα, με την οποία αποκτάει το τρίτο του παιδί Κρίστοφερ, το πρώτο αγόρι και ξαναρχίζει να γράφει.
Στις 20 Φλεβάρη του 1974 η ζωή του Φίλιπ Ντικ άλλαξε - για πάντα. Εκείνη τη μέρα, παραλαμβάνοντας ένα πακέτο με παυσίπονα, πρόσεξε ότι το κορίτσι που έκανε την παράδοση φορούσε ως μενταγιόν τον Ιχθύ, το σύμβολο των πρώτων χριστιανών για τον Ιησού. Μετά τη συνάντηση αυτή είχε ένα όραμα, όπου το κορίτσι κι αυτός ζούσαν στα πρώτα μετά Χριστό χρόνια. Σε λίγες μέρες άρχισε να έχει παραισθήσεις, όπως φωτιές που έβγαιναν απ' το πουθενά και φωνές, που μεταξύ άλλων τον προειδοποίησαν για μια εκ γενετής ανατομική ανωμαλία του γιου του Κρίστοφερ.
Μετά την επιμονή του Ντικ να γίνουν εξετάσεις στο παιδί, αποδείχτηκε ότι όντως είχε βουβωνική κήλη. Επίσης, ισχυρίστηκε ότι έζησε για ένα χρόνο τη ζωή των πρώτων χριστιανικών χρόνων μέσα απ' τα μάτια του Θωμά, ενός χριστιανού της πρώτης μετά Χριστό εποχής, που έγινε το alter ego του σ' εκείνα τα χρόνια. Κατά τους ισχυρισμούς της γυναίκας του, εκείνο τον καιρό μιλούσε κατά καιρούς την Κοινή Ελληνική, μια αρχαία ελληνική διάλεκτο που ποτέ πριν δεν είχε μελετήσει ή μάθει.
Αυτό που κυρίως έβλεπε ο Ντικ όμως ήταν μια δέσμη ροζ φωτός, που το Μάρτιο του 1974 τον επισκεπτόταν συχνά και τον τροφοδοτούσε με πληροφορίες για τη φύση του κόσμου και του θεού. Αυτή η οντότητα νιώθει ότι τον έχει κυριεύσει και ελέγχει τις πράξεις του. Τη δέσμη αυτή πληροφοριών ο Ντικ ονόμασε Valis και, χωρίς ποτέ να σταματήσει να αμφισβητεί την αντικειμενική ύπαρξή της ή και την ίδια του την ψυχική υγεία, υποστήριξε ότι ήταν μια προσπάθεια επικοινωνίας από εξωγήινους μέσω ενός αρχαίου δορυφόρου που βρίσκεται σε τροχιά γύρω από τη Γη. Ο Λόγος του θεού, κατά τη θεωρία αυτή, κοιμήθηκε για δυο χιλιάδες χρόνια στους κώδικες του Ναγκ Χαμαντί και τώρα επέστρεφε με τη μορφή του Valis στη Γη για να βάλει τέλος στην "Αυτοκρατορία που ποτέ δεν τελείωσε", τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία που συνέχιζε στις μέρες μας με τη μορφή των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ρίτσαρντ Νίξον.Τις συναντήσεις του με το Valis και τις σκέψεις του πάνω στην εμπειρία του αυτή κατέγραψε σ' ένα ημερολόγιο 8.000 σελίδων με τίτλο Εξήγησις (Exegesis) και θεολογικό/γνωστικιστικό τόνο. Εκ των υστέρων μάλιστα ανακάλυψε ότι το Valis του είχε "υπαγορεύσει" μια προφητεία για την επιστροφή του Χριστού, που ήταν κρυμμένη στο μυθιστόρημα του 1974 Κυλήστε Δάκρυά Μου, Είπε ο Αστυνόμος. Η εμπειρία του περιγράφεται με λεπτομέρεια και στο ομώνυμο μυθιστόρημα Valis, ένα απ' τα τελευταία έργα του, που γράφτηκε μέσα σε επτά μόνο μέρες το 1979. Το Valis είναι αρκτικόλεξο που σημαίνει Vast Active Living Intelligence System, Αχανές Ενεργό Ζωντανό Σύστημα Νοημοσύνης.
Την περίοδο αυτή επίσης άρχισε να φοβάται όλο και περισσότερο συνωμοσίες της CIA και του FBI εναντίον του, με αποτέλεσμα αρκετές φορές να μη βγαίνει απ' το σπίτι του για μέρες και να κλονιστεί ο γάμος του. Τόσο ήταν το δόσιμό του στη μυστικιστική αυτή εμπειρία που, όταν το 1976 το Valis - αλλά και η γυναίκα του με το παιδί του - τον εγκατέλειψαν, προσπάθησε ξανά να αυτοκτονήσει. Τον επόμενο χρόνο, στο συνέδριο επιστημονικής φαντασίας στο Μετς της Γαλλίας του επιφυλάχθηκε υποδοχή μεγάλου συγγραφέα. Εκεί σόκαρε τους παρευρισκόμενους εκφωνώντας ένα δίωρο ακατανόητο λόγο (κάτι που αναγνωρίζει πλήρως αργότερα), βασισμένο στις πληροφορίες που είχε αντλήσει από το Valis.
Παρ' όλα αυτά, ο γραπτός του λόγος παρέμεινε σαφής, καθαρός και δυνατός όπως και πριν, μέχρι το τέλος της ζωής του. Τα μυθιστορήματα αυτής της περιόδου είναι κυρίως αυτοβιογραφικά και, εκτός απ' το Έρευνα στο Σκοτάδι (A Scanner Darkly), που βασίζεται στις εμπειρίες του με τα ναρκωτικά, και το Deus Irae που ξεκίνησε να γράφει μαζί με τον Ρότζερ Ζελάζνυ, έχουν να κάνουν με τα γεγονότα που ο ίδιος ονόμασε 2-3-74 (Φλεβάρης-Μάρτιος 1974).
Μέχρι το θάνατό του πάντως, ο ίδιος δεν ήταν σίγουρος τι ακριβώς ήταν αυτό που βίωσε.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Ντικ γνώρισε την αναγνώριση και την οικονομική άνεση που τόσο στερήθηκε το προηγούμενο διάστημα. Εκδόθηκε επιτέλους ένα συμβατικό μυθιστόρημά του, το Πριν από το Τέλος του Κόσμου, και μεγάλα ποσά άρχισαν να φτάνουν απ' τις αυξανόμενες πωλήσεις των βιβλίων του. Χάρισε αρκετά απ' αυτά τα χρήματα σε φιλανθρωπίες και συνέχισε να ζει λιτά, αφοσιωμένος στην ολοκλήρωση της θεολογικής τριλογίας μυθιστορημάτων Valis, Θεϊκή Εισβολή και Η Μετεμψύχωση του Τίμοθυ Άρτσερ.
Το 1978 πεθαίνει η μητέρα του.
Το 1980 άρχισε το γύρισμα σε ταινία του βιβλίου του Ονειρεύονται τα ανδροειδή ηλεκτρικά πρόβατα; με τον τίτλο Blade Runner, μια υπόθεση που τον άγχωσε υπερβολικά και τον έφερε αρχικά σε αντιπαράθεση με το σκηνοθέτη Ρίντλεϊ Σκοτ. Η ταινία θα του χάριζε φήμη στο πλατύ κοινό· μια φήμη όμως που δεν πρόλαβε να χαρεί. Η υπερπροσπάθεια και οι καταχρήσεις των προηγούμενων χρόνων, μαζί με το άγχος του για την ταινία, άρχισαν να κλονίζουν σοβαρά την υγεία του. Στα μέσα του Φλεβάρη του 1982 έπαθε εγκεφαλικό.
Δεν συνήλθε ποτέ, και στις 2 Μαρτίου 1982 πέθανε στο Σάντα Άνα της Καλιφόρνια από καρδιακή ανεπάρκεια. Το Blade Runner βγήκε στις αίθουσες μόλις τέσσερις μήνες μετά.
Η σορός του μεταφέρθηκε απ' τον πατέρα του στο Φορτ Μόργκαν του Κολοράντο, όπου ήταν θαμμένη η δίδυμη αδερφή του. Όταν είχε πεθάνει η Τζέιν, στον τάφο είχαν χαραχτεί τα ονόματα και των δυο τους, με έναν κενό χώρο για την ημερομηνία θανάτου του Φιλ. Μετά από πενήντα τρία χρόνια, η ημερομηνία αυτή χαράχτηκε κι ο Φίλιπ Ντικ ενώθηκε επιτέλους ξανά με την αδερφή του.
Ο Φίλιπ Ντικ θεωρείται από τις πιο σημαντικές και πολυσυζητημένες παρουσίες στο είδος του. Συνδύασε την εναλλακτική λογοτεχνία με την επιστημονική φαντασία, ανοίγοντας το δρόμο στους σημαντικούς συγγραφείς του είδους που ακολούθησαν τη δεκαετία του '60, όπως ο Ρότζερ Ζελάζνυ, ο Χάρλαν Έλλισον, ο Νόρμαν Σπίνραντ.
Θεωρείται δε πρόδρομος του Cyberpunk, του παρακλαδιού της επιστημονικής φαντασίας που θα αναπτυσσόταν στις δεκαετίες '70 και '80.
Σε αντίθεση με τους περισσότερους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας της γενιάς του, που έγραφαν για αστραφτερά διαστημόπλοια, επικές μάχες και όμορφες εξωγήινες, ο Ντικ προτίμησε για ήρωες στα διηγήματα και μυθιστορήματά του απλούς, καθημερινούς ανθρώπους, που όμως γίνονται ξαφνικά μάρτυρες μιας αποκάλυψης κοσμικών διαστάσεων ή βρίσκονται να κρατούν την τύχη του κόσμου στα χέρια τους, συχνά χωρίς να καταφέρουν να φανούν αντάξιοι. Στα έργα του, η πραγματικότητα αποσυντίθεται ή αποδεικνύεται ότι είναι ένα όνειρο μέσα σ' ένα όνειρο μέσα σ' ένα άλλο όνειρο. Διαθέτοντας μια αεικίνητη και σπινθηροβόλα φαντασία, κατάφερε να παρουσιάζει, συχνά με πικρή ειρωνία, το εξωπραγματικό ως εντελώς οικείο και το ανάποδο, σε μια πλοκή γεμάτη ανατροπές: ένα μικροσκόπιο επιτίθεται στο χειριστή του· ο Χριστός των εξωγήινων τρώει το σώμα των πιστών του κι όχι το αντίθετο· πεταλούδες επιτίθενται στους ανθρώπους οπλισμένες με σιδεροπρίονα· μεταλλαγμένα ποντίκια ασχολούνται με τη λογιστική· αυτό που ενεργοποιεί την βόμβα στο σώμα ενός ρομπότ είναι η συνειδητοποίηση ότι είναι ρομπότ κι όχι άνθρωπος. Οι φιλοσοφικοί, πολιτικοί και υπαρξιακοί προβληματισμοί που εκφράζονται στα έργα του, τον κατατάσσουν ανάμεσα στους διανοητές σύγχρονους συγγραφείς. Από αρκετούς θεωρείται ο σημαντικότερος αμερικανός λογοτέχνης του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα.
Για πολλούς, ο Φίλιπ Ντικ ακροβάτησε στη λεπτή γραμμή που χωρίζει την ιδιοφυΐα από την τρέλα, πότε στην από δω μεριά και πότε στην από κει. Υπάρχουν αυτοί που τον τοποθετούν σαφώς σε μια από τις δυο πλευρές. Όπως κι αυτοί που αναγνωρίζουν έναν "άγιο Φιλ" στα έργα του των τελευταίων χρόνων. Σε κάθε περίπτωση, ο Φίλιπ Ντικ έγραψε μυθιστορήματα και διηγήματα που όχι μόνο συνεχίζουν να κερδίζουν φανατικούς αναγνώστες, μα που άλλαξαν και το είδος της επιστημονικής φαντασίας, φτάνοντάς το στην ωριμότητά του. Χάρη και σε αυτόν, η επιστημονική φαντασία βγήκε απ' το περιθώριο και καθιερώθηκε ως σοβαρό λογοτεχνικό είδος· αυτός, όμως, πλήρωσε το μεγαλύτερο τίμημα γι' αυτή την αλλαγή.